Σχεδόν 11 μήνες μετά την εμφάνιση του ‘’ασθενούς μηδέν΄΄, ο κορονοϊός ή “2019-nCoV” όπως πλέον η επιστημονική κοινότητα τον ονομάζει, έχει γίνει μέρος της καθημερινότητας σε κάθε γωνιά της γης.
Του Αλέξανδρου Λέκκα, Αναλυτή Χρηματοοικονομικού Κινδύνου
Περισσότερα από 36 εκατομμύρια κρούσματα και 1 εκατομμύριο νεκροί έχουν καταγραφεί έως σήμερα σε παγκόσμιο επίπεδο, με την διεθνή οικονομία να δέχεται γερά πλήγματα και την πτώση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) σε αρκετές χώρες να προσεγγίζει ή και να αγγίζει το διψήφιο αριθμό.
Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, η πανδημία επέφερε την βαθύτερη οικονομική κρίση μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, ενώ για τις περισσότερες οικονομίες στον κόσμο, το εγχώριο ΑΕΠ θα βρεθεί αντιμέτωπο με την μεγαλύτερη πτώση των τελευταίων 150 ετών. Εκτιμήσεις του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας (ILO), αναφέρουν ότι κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2020, χάθηκαν 400 εκατομμύρια θέσεις εργασίας ανά την υφήλιο, με επιπλέον 150 εκατομμύρια να αναμένονται να χαθούν κατά το δεύτερο εξάμηνο του έτους.
Και όλα αυτά, μόλις δώδεκα χρόνια αργότερα από την χρηματοπιστωτική κατάρρευση του 2008, όπου άφησε ανεξίτηλα τα σημάδια της στον καπιταλιστικό μοντέλο της δύσης.
Γιατί όμως μιλάμε για πρωτοφανή οικονομική κρίση εξαιτίας της πανδημίας; Γιατί κατέρρευσαν οι παγκόσμιες αγορές; Γιατί οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες κλήθηκαν να στηρίξουν άμεσα τις οικονομίες τους;
Αν θα χρειαζόταν να απαντήσουμε μονολεκτικά και στις τρεις αυτές ερωτήσεις, η απάντηση θα βρισκόταν στην λέξη ¨αβεβαιότητα¨. Αβεβαιότητα για τους επενδυτές. Αβεβαιότητα για τις αγορές. Αβεβαιότητα για τους εργαζόμενους. Η ιδιωτική κατανάλωση ή καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών, όπως συνηθίζουμε να λέμε στην Ελλάδα, αποτελεί τον κυριότερο παράγοντα στον ΑΕΠ των περισσότερων χωρών.
Πιο συγκεκριμένα, για το 2019, κατά μέσο όρο, το 62,9% του ΑΕΠ μιας χώρας προήλθε από την ιδιωτική κατανάλωση. Επομένως, η μείωση την ιδιωτικής κατανάλωσης σε συνδυασμό με την μείωση του εισοδήματος των νοικοκυριών, προερχόμενη κυρίως από την κατακόρυφη πτώση των θέσεων εργασίας και φόβο για ένα δυσοίωνο μέλλον, είχε άμεσο αντίκτυπο στην υγεία της παγκόσμιας οικονομίας.
Όσον αφορά τις παγκόσμιες χρηματαγορές ο φόβος της αβεβαιότητας, έκανε τους επενδυτές να απομακρυνθούν προσωρινά από τις μετοχές και τα εταιρικά ομόλογα, βρίσκοντας καταφύγιο σε πιο ασφαλείς επενδύσεις όπως ο χρυσός και τα κρατικά ομόλογα ανεπτυγμένων και αναπτυσσόμενων χωρών. Οι αμερικάνικοι δείκτες χρηματιστηρίου S&P 500 και DOW JONES βρέθηκαν να χάνουν 31,3% και 35,6% τις αξίας τους, αντίστοιχα, από την αρχή του έτους.
Παρόμοια ήταν και η τύχη του γερμανικού δείκτη μετοχών DAX, καταρρέοντας 36,9% από την αρχή τους έτους, καθώς και του ελληνικού Γενικού Δείκτη Χρηματιστηρίου αντιμετωπίζοντας απώλειες της τάξης του 47,95%. Ως αποτέλεσμα της σφοδρής πτώσης των χρηματιστηρίων, ήταν η αδυναμία των εταιριών να αντλήσουν κεφάλαια, ώστε να εξασφαλίσουν την ομαλή λειτουργεία τους. Τομείς όπως αυτοί των Αερομεταφορών, του Τουρισμού και της Εστίασης είδαν τον κύκλο εργασιών τους να συρρικνώνεται σε δραματικά επίπεδα.
Δημοσιονομικά και νομισματικά μέτρα επιστρατευτήκαν από κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες προκειμένου να στηρίξουν την οικονομία. Οι κεντρικές τράπεζες έσπευσαν να κρατήσουν την ρευστότητα σε υψηλά επίπεδα, προμηνύοντας αγορές κρατικών και εταιρικών ομολόγων, καθώς και ελαχιστοποιώντας το κόστος δανεισμού για τις επιχειρήσεις. Από την μεριά τους οι κυβερνήσεις κλήθηκαν να βοηθήσουν, όχι μόνο στον τομέα της υγείας, αλλά και σε αυτόν της οικονομίας. Φορο-ελαφρύνσεις, επιδόματα και δανεισμός με ευνοϊκούς όρους είναι κάποια από τα εργαλεία που χρησιμοποίησαν τα κράτη για να κρατήσουν όρθιες τις οικονομίες τους.
Ιστορική ήταν η απόφαση της Ευρωζώνης με προϋπολογισμό και πακέτο στήριξης να αγγίζουν το 1,8 τρις ευρώ. Σκοπός της επεκτατικής δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής, δεν είναι άλλος από την διατήρηση του επιπέδου οικονομικής δραστηριότητας. Στις παγκόσμιες αγορές, τα αποτελέσματα ήταν άμεσα. Οι χρηματιστηριακοί δείκτες ανέκαμψαν αστραπιαία, με αρκετούς δείκτες όχι μόνο να καλύπτουν το χαμένο έδαφος αλλά να σημειώνουν και νέα ιστορικά υψηλά. Αισιοδοξία για την ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας εξέφρασε και ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), προβλέποντας ανάκαμψη της τάξης του 5% για το 2021.
Για πόσο όμως ακόμα, τα πακέτα στήριξης των κυβερνήσεων και τα νομισματικά τεχνάσματα των κεντρικών τραπεζών θα αντέχουν να στηρίζουν την παγκόσμια οικονομία; Παρόλα τα θετικά μηνύματα από τις αγορές, οι αυξημένες ανάγκες χρηματοδότησης των κρατών, στο πλαίσιο στήριξης των οικονομιών λόγω της πανδημίας, έχουν προκαλέσει ανησυχία. Οι οικονομολόγοι, για ακόμα μια φορά, κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για την βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους των κρατών, συμπεριλαμβανομένου και αυτού της Ελλάδας. Το ελληνικό χρέος σύμφωνα με εκτιμήσεις της κυβέρνησης αναμένετε να φτάσει το 197.4% του ΑΕΠ μέχρι το τέλος του 2020. Εξίσου ανησυχητικές είναι και οι προβλέψεις για την ανεργία, τόσο σε παγκόσμιο όσο και εγχώριο επίπεδο, με εκτιμήσεις να κάνουν λόγο για ανεργία 18.6% για το έτος 2020 στην Ελλάδα.
Η Παγκόσμια Τράπεζα προειδοποίησε ότι 150 εκατομμύρια άνθρωποι ενδέχεται να βρεθούν στα όρια της απόλυτης φτώχειας έως το τέλος του 2021 λόγω της πανδημίας του κορονοϊού. Αρκεί λοιπόν και μόνο να αναλογιστούμε ποιες θα ήταν οι συνέπειες ενός δεύτερου κύματος κρουσμάτων, αντίστοιχης εμβέλειας και έντασης με αυτό στις αρχές του χρόνου.
Και όλα αυτά εν μέσω μιας αγωνιώδους κούρσας για την εξεύρεση και παραγωγή του εμβολίου, κατά του ιού που κατάφερε να ταράξει τις ισορροπίες της διεθνούς οικονομίας.
Ενός ιού παγκόσμιου βεληνεκούς που στο πέρασμα του άλλαξε την σύγχρονη ιστορία. Όπως άλλοτε ο Κάρολος Δαρβίνος είχε αναφέρει «Δεν είναι τα πιο δυνατά είδη που επιβιώνουν ή τα πιο έξυπνα, αλλά αυτά που αποκρίνονται καλύτερα στις αλλαγές», έτσι και με τις οικονομίες, αυτές που θα καταφέρουν να προσαρμοστούν καλύτερα στην εποχή της αβεβαιότητας θα καταφέρουν να επιβιώσουν.
Πηγή: Εφημερίδα «Η Φωνή της Ανατολικής Αττικής»