Μπορεί κάποιος να είναι μεγαλύτερος σε ηλικία, αλλά να μην αντιμετωπίζει ιδιαίτερα προβλήματα υγείας και κάποιος νεότερος να υποφέρει από σοβαρότερες παθήσεις. Επομένως, η χρονολογική ηλικία η ηλικία δηλαδή που αναγράφεται στην ταυτότητά μας δεν αποτελεί ακριβή ένδειξη νεότητα και της πραγματικής κατάστασης της υγείας.
Την πραγματική κατάσταση της υγείας μας αποτυπώνει ένας άλλος δείκτης, η βιολογική ηλικία. Πρόκειται για ένα εργαλείο που μας λέει όχι «πόσο είμαστε», αλλά «πόσο φαινόμαστε» και το οποίο θα μπορούσε να προβλέψει πόσες πιθανότητες έχουμε να ζήσουμε υγιείς μέχρι τα βαθιά γεράματα.
Για τους μελετητές από τη Σχολή Δημόσιας Υγείας και Επιστήμης Ανθρώπινης Μακροζωίας Herbert Wertheim του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια, δεν είναι η χρονολογική, αλλά η βιολογική (επιγενετική) ηλικία ενός ατόμου που μπορεί να δώσει σημαντικές πληροφορίες για το προσδόκιμο ζωής του, αλλά και τις πιθανότητες που έχει να γεράσει χωρίς εκπτώσεις στη γνωστική και εγκεφαλική του λειτουργία.
Η χρονολογική ηλικία υπολογίζεται από την ημερομηνία γέννησης ενός ατόμου. Η επιγενετική ηλικία, από την άλλη, αναφέρεται στην ηλικία των κυττάρων, των ιστών και των συστημάτων οργάνων. Εάν η επιγενετική ηλικία κάποιου είναι μεγαλύτερη από την πραγματική του ηλικία, το άτομο υφίσταται επιγενετική επιτάχυνση ηλικίας, η οποία, σύμφωνα με τους ερευνητές, σχετίζεται με υψηλότερο κίνδυνο καρκίνου, καρδιαγγειακής νόσου, νόσου του Πάρκινσον και άλλων ασθενειών.
Η έρευνα, τα αποτελέσματα της οποίας δημοσιεύθηκαν στο JAMA Network Open, μελέτησε τα δεδομένα 1.813 ηλικιωμένων γυναικών, που συμμετείχαν στην Πρωτοβουλία για την Υγεία των Γυναικών, μια μακροπρόθεσμη εθνική μελέτη υγείας που ξεκίνησε το 1993. Η διάμεση ηλικία θανάτου ήταν τα 90 έτη. Οι συμμετέχουσες ήταν ηλικίας 70 – 72 ετών κατά την έναρξη της μελέτης και παρακολουθήθηκαν τουλάχιστον μέχρι την ηλικία των 90 ετών ή έως τη στιγμή του θανάτου τους.
Από τα αποτελέσματα της έρευνας, που ανέλυσε δεδομένα για τη σωματική και γνωστική λειτουργία των γυναικών, προέκυψε ότι:
- 464 γυναίκες επέζησαν μέχρι την ηλικία των 90 ετών με ανέπαφη κινητικότητα και γνωστική λειτουργία,
- 420 έζησαν μέχρι τα 90, παρουσιάζοντας ωστόσο εκπτώσεις στην κινητικότητα και τη γνωστική τους λειτουργία και
- 929 γυναίκες πέθαναν πριν φτάσουν τα 90 έτη
Με βάση τέσσερα διαφορετικά επιγενετικά «ρολόγια», που μετρούν τη γήρανση, κάθε 5 έως 8 χρόνια επιγενετικής επιτάχυνσης ηλικίας συσχετίστηκαν με 20% έως 32% χαμηλότερες πιθανότητες να ζήσει κάποιος μέχρι τα 90, έχοντας μάλιστα πλήρη κινητικότητα και γνωστική λειτουργία.
«Προηγούμενες μελέτες έδειξαν ότι η επιγενετική επιτάχυνση ηλικίας σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο θανάτου, ενώ κάποιες παρατήρησαν ότι η πιο αργή επιτάχυνση είναι ένα χαρακτηριστικό που απαντάται μεταξύ των ατόμων που ζουν πολύ. Αυτή, ωστόσο, είναι η πρώτη μελέτη που εξετάζει προοπτικά τη σχέση μεταξύ της επιτάχυνσης ηλικίας και της διάρκειας ζωής, σε συνδυασμό με την καλή κατάσταση της υγείας», είπε η επικεφαλής συγγραφέας Purva Jain.
«Τα συμπεράσματα αυτά έχουν μεγάλη σημασία, καθώς ο αριθμός των ατόμων που θα ζήσουν μέχρι τα 90 και άνω θα τετραπλασιαστεί από 1,9 εκατομμύρια το 2016 σε 7,6 εκατομμύρια το 2050 μόνο στις ΗΠΑ», συμπλήρωσε η Andrea LaCroix, επικεφαλής ερευνήτρια και διακεκριμένη καθηγήτρια της Σχολής Δημόσιας Υγείας και Επιστήμης της Ανθρώπινης Μακροζωίας Herbert Wertheim.
Οι ερευνητές αναφέρουν ότι η επιγενετική επιτάχυνση της ηλικίας θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως βιοδείκτης για την υγιή μακροζωία και τον υπολογισμό της λειτουργικής και γνωστικής γήρανσης.
«Η μελέτη μας δείχνει ότι μπορούμε να αξιοποιήσουμε την βιολογική ηλικία ως εργαλείο για να υπολογίσουμε τις πιθανότητες μακροζωίας ενός ατόμου. Αυτό θα μπορούσε μελλοντικά να οδηγήσει σε παρεμβάσεις στη δημόσια υγεία, οι οποίες θα αντιμετωπίζουν αποτελεσματικότερα τα προβλήματα υγείας που προκύπτουν από τη γήρανση», κατέληξε η δρ. Jain.