46η μέρα σήμερα από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία και η σύζυγος του προέδρου της χώρας, Ολένα Ζελένσκα, μιλά για την φρίκη που βιώνουν καθημερινά τόσο οι πολίτες που παραμένουν στην εμπόλεμη χώρα, όσο και η ίδια με την οικογένειά της, καθώς εξακολουθούν να βρίσκονται έστω κι από… απόσταση στο πλευρό του Βολοντίμιρ Ζελένσκι.
Σε συνέντευξή της στην ουκρανική Vogue, η ίδια περιγράφει το «σοκ» από το ξεκίνημα της ρωσικής εισβολής, καθώς και όσα θυμάται από την ημέρα της 24ης Φεβρουαρίου:
«Θυμάμαι πολύ καλά το ξεκίνημα. Ήταν μια κανονική ημέρα, τα παιδιά επέστρεψαν από το σχολείο, οι γνωστές δουλειές στο σπίτι, η προετοιμασία για την επόμενη σχολική μέρα. Νιώθαμε μια ένταση. Υπήρχαν πολλές συζητήσεις παντού, για μια πιθανή εισβολή. Όμως μέχρι το τελευταίο λεπτό, ήταν αδύνατο να πιστέψουμε πως αυτό θα συνέβαινε… τον 21ο αιώνα; Στο σύγχρονο κόσμο; Ξύπνησα μεταξύ 4 και 5 το πρωί, εξαιτίας ενός κρότου. Δεν συνειδητοποίησα αμέσως πως επρόκειτο για έκρηξη. Δεν κατάλαβα τι θα μπορούσε να είναι. Ο σύζυγός μου δεν ήταν στο κρεβάτι. Όμως όταν ξύπνησα, τον είδα ήδη ντυμένο με κοστούμι όπως συνήθως (αυτή ήταν η τελευταία φορά που θα τον έβλεπα με κοστούμι και λευκό πουκάμισο-από εκείνη την ώρα ξεκίνησε να ντύνεται στρατιωτικά). “Ξεκίνησε”. Αυτό ήταν το μόνο που είπε. Δεν θα έλεγα πως υπήρχε πανικός. Σύγχυση ίσως. “Τι θα κάνουμε με τα παιδιά;”. “Περίμενε”, μου είπε. “Θα σε ενημερώσω. Σε κάθε περίπτωση μάζεψε τα απαραίτητα και όλα τα έγγραφα”. Και έφυγε από το σπίτι».
Στη συνέχεια ρωτήθηκε σχετικά με το πώς είναι να βλέπει κανείς να ασκείτε ασύστολα βία σε άμαχους πολίτες, τόσο από την πλευρά ενός ανθρώπου, όσο και από εκείνη ενός πολιτικού προσώπου:
«Ο πόλεμος συνδύασε αμέσως και το προσωπικό και το δημόσιο αίσθημα. Και αυτό είναι μάλλον το μοιραίο λάθος του τυράννου που μας επιτέθηκε. Είμαστε όλοι πρώτα Ουκρανοί και μετά όλα τα άλλα. Ήθελε να μας διχάσει, να μας διαλύσει, να προκαλέσει εσωτερική αντιπαράθεση, αλλά είναι αδύνατο να το πετύχει αυτό με τους Ουκρανούς. Όταν κάποιος από εμάς βασανίζεται, βιάζεται ή σκοτώνεται, νιώθουμε ότι όλοι μας βασανίζονται, βιαζόμαστε ή σκοτωνόμαστε. Δεν χρειαζόμαστε προπαγάνδα για να αισθανθούμε αστική συνείδηση και να αντισταθούμε. Αυτός ο προσωπικός θυμός και ο πόνος, που όλοι νιώθουμε, είναι που ενεργοποιεί αμέσως τη δίψα για δράση, αντίσταση στην επιθετικότητα, υπεράσπιση της ελευθερίας μας. Ο καθένας το κάνει αυτό με τον τρόπο που μπορεί: Στρατιώτες με όπλα στα χέρια, δάσκαλοι συνεχίζοντας να διδάσκουν, γιατροί κάνοντας σοβαρές χειρουργικές επεμβάσεις ύστερα από τραυματισμούς λόγω των επιθέσεων. Όλοι έχουν γίνει εθελοντές —καλλιτέχνες, εστιάτορες, κομμωτές— καθώς οι βάρβαροι προσπαθούν να καταλάβουν τη χώρα μας. Έχω δει αυτό να προκαλεί τα βαθύτερα πατριωτικά συναισθήματα στα παιδιά μας. Όχι μόνο τα παιδιά μου, αλλά όλα τα παιδιά της Ουκρανίας. Θα μεγαλώσουν πατριώτες και υπερασπιστές της πατρίδας τους».
Σχετικά με το αν έχει επαφή με τον σύζυγό της Βολοντίμιρ Ζελένσκι απαντά:
«Όταν τα παιδιά μου με ρώτησαν “πότε θα δούμε τον μπαμπά;” προσπάθησα να απαντήσω αισιόδοξα, “σύντομα” τους είπα. Εκείνες τις πρώτες μέρες ήλπιζα ότι θα μπορούσαμε να μείνουμε μαζί του. Όμως το γραφείο του είχε γίνει στρατιωτική εγκατάσταση και απαγορευόταν να μείνουμε εκεί, εγώ και και τα παιδιά μας. Μας δόθηκε εντολή να μετακομίσουμε σε ένα ασφαλές μέρος —αν είναι δυνατόν να βρούμε ένα ασφαλές μέρος τώρα στην Ουκρανία… Από τότε, επικοινωνούμε με τον Βολοντίμιρ μόνο μέσω τηλεφώνου».
Συγκλονίζουν στο μεταξύ όσα περιγράφει για τις φρικτές επιθέσεις:
«Η Ρωσία λέει ψέματα ότι στοχεύει μόνο στρατιωτικές τοποθεσίες. Χάσαμε πολλά παιδιά. Πέθαναν από οβίδες μέσα στα σπίτια τους, στις πόλεις τους. Έχουμε χάσει περισσότερα από 200 παιδιά. Είναι οδυνηρό να ξέρεις και να βλέπει ότι η Μαριούπολη έχει καταστραφεί ολοσχερώς. Αυτό συνεχίζεται. Από τότε που ο ρωσικός στρατός υποχώρησε από το Κίεβο, οι εικόνες από τα συντρίμμια που άφησαν πίσω τους συγκλονίζουν. Ολόκληρος ο κόσμος έμαθε το όνομα της «Μπούτσα». Αυτή είναι μια από τις άλλοτε πιο όμορφες πόλεις που βρίσκονται κοντά στην πρωτεύουσα – αλλά αντίστοιχη καταστροφή μπορεί να δει κανείς σε δεκάδες χωριά και πόλεις στην περιοχή του Κιέβου. Άνθρωποι που σκοτώθηκαν στο δρόμο. Όχι στρατιωτικοί, αλλά άμαχοι! Τάφοι κοντά σε παιδικές χαρές. Δεν μπορώ καν να το περιγράψω, δεν έχω λόγια. Αλλά είναι απαραίτητο να τα δούμε όλα αυτά για να γνωρίζουμε. Ελπίζω να μην είμαστε οι μόνοι που βλέπουμε το “μήνυμα” που στέλνει η Ρωσία. Αυτό το μήνυμα δεν απευθύνεται μόνο σε εμάς. Αυτό είναι το “μήνυμά” τους για όλο τον κόσμο!»
Αλλά από πού αντλούν… ελπίδα οι Ουκρανοί και η ίδια η Ολένα;
«Οι μόνοι που μπορούν να μου δώσουν έστω και λίγη αισιοδοξία είναι οι οικογένεια μου και οι συμπατριώτες μου. Απίστευτοι άνθρωποι, οργανώθηκαν για να βοηθήσουν τον στρατό, να βοηθήσει ο ένας τον άλλον. Τώρα όλοι οι Ουκρανοί είναι ο στρατός. Ο καθένας προσφέρει με όποιον τρόπο μπορεί. Υπάρχουν ιστορίες για γιαγιάδες που ψήνουν ψωμί για τον στρατό, επειδή νιώθουν την ανάγκη να το κάνουν, ως καθληκον. Θέλουν να συμβάλουν με τον τρόπο τους στη νίκη έναντι του εχθρού. Έτσι είναι οι Ουκρανοί. Όλοι ελπίζουμε σε αυτούς. Ελπίζουμε στον εαυτό μας».
Αυτή είναι η στιγμή που δεν θα ξεχάσει ποτέ, όπως τονίζει η ίδια:
«Περίπου μια εβδομάδα μετά την έναρξη του πολέμου, έπαιρνα τηλέφωνο για να μάθω πού ήταν οι συγγενείς μου και αν ζούσαν. Και σε μια στιγμή, συνειδητοποίησα ότι δεν ήξερα αν θα τους ξαναέβλεπα ποτέ — αυτούς που αγαπώ, τους αγαπημένους μου ανθρώπους! Αυτή ήταν ίσως η πρώτη φορά που έκλαψα — η πρώτη φορά που άφησα τα συναισθήματα να με κατακλύσουν. Δεν το άντεξα. Θα θυμάμαι πάντα τους γνωστούς και τους φίλους μου, όλους τους άνδρες και τα αγόρια με τις στρατιωτικές στολές. Θα θυμάμαι για πάντα πόσο γενναίες είναι οι φίλες μου! Τι είναι σε θέση να κάνουν αυτές οι γυναίκες μέσα στις συνθήκες του πολέμου. Οι ιστορίες τους με εμπνέουν. Είμαι τόσο περήφανη για αυτούς. Βαθύτερή μου ελπίδα είναι μια μέρα να τους ξαναδώ».