Στις 300 σελίδες της εισαγγελικής πρότασης περιγράφονται αναλυτικά οι 12 περιπτώσεις θανάτων καρκινοπαθών και οι 14 απόπειρες ανθρωποκτονίας, για τις οποίες κατηγορείται ο «Dr Kontos» και 16 κατηγορούμενοι που φέρονται ως συνεργοί του, ανάμεσά τους και ένας πρώην υπουργός.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση που ο «ψευτογιατρός» εξαπάτησε την οικογένεια παιδιού με καρκίνο, όπου -όπως περιγράφεται στην πρόταση-, εμφανίστηκε ως «εξαιρετικά καταρτισμένος και έμπειρος, ερευνητής σπουδαίου ιατρικού κέντρου της Ελβετίας με εξειδικευμένες γνώσεις και πρωτοποριακές μεθόδους θεραπείας ανίατων ασθενειών (…) και πρότεινε να διακόψουν για το ανήλικο τέκνο τους την προτεινόμενη, επιστημονικά ενδεδειγμένη, και ακολουθούμενη ως τότε θεραπεία, με χειρουργικές επεμβάσεις, χημειοθεραπείες, ακτινοβολίες και λοιπά και να ακολουθήσουν, ως αποτελεσματικότερη και καταλληλότερη τη θεραπεία που τους σύστησε, αποτελούμενη από δήθεν εξελιγμένα ειδικά φάρμακα, ενέσιμά και μη, άγνωστης προέλευσης και χημικής σύστασης, τα οποία, όπως ισχυρίστηκε, παρασκευάζονταν στην Ελβετία από σπάνιες και δυσεύρετες πρώτες ύλες και ήταν άγνωστα στον κόσμο, ακόμη και στα περισσότερα μέλη της ιατρικής κοινότητας, θεραπευτικά αποστάγματα, υγρά εμπεριέχοντα δραστικά συστατικά της κάνναβης και φαρμακευτικά βότανα που ίδιος τους χορηγούσε, καθώς και αυστηρή διατροφή».
Ωστόσο, όπως εξηγεί η εισαγγελέας, η θεραπεία αυτή δεν ήταν η ενδεδειγμένη και δεν ενέπιπτε «σε παραδεδεγμένες μεθόδους της ιατρικής επιστήμης, αφού τα εν λόγω σκευάσματα και φάρμακα ήταν παντελώς ακατάλληλα για την αντιμετώπιση της νόσου, και στερούμενα οιασδήποτε θεραπευτικής ιδιότητας και ιατρικής αναγνώρισης».
Ταυτόχρονα, με την διατροφή στην οποία υπέβαλλε το παιδάκι, το οδήγησε σε αποστέωση, ενώ «απαξίωνε σκόπιμα τις γνωματεύσεις και ερμηνείες των άλλων γιατρών, καθώς και τα ευρήματα επί των μαγνητικών και η λοιπόν ιατρικών εξετάσεων που έδειχναν επιδείνωση /υποτροπή της νόσου, επικαλούμενος «λάθος διάγνωση – εκτίμηση – μελέτη» των εξετάσεων ισχυριζόμενος περαιτέρω ψευδώς ότι τα αποτελέσματα των ειδικών αιματολογικών εξετάσεων του ασθενούς από ιατρικό κέντρο της Ελβετίας στο οποίο ο ίδιος τις απέστειλε ήταν ιδιαίτερα ικανοποιητικά, παρερμηνεύοντας επίσης τα συμπτώματα του ασθενούς που έτυχαν επιδείνωση της κατάστασης της υγείας του».
Η εισαγγελέας εξηγεί ότι οι γονείς του παιδιού «έδρασαν ελεύθερα ως πειθήνια «όργανα» του και ακολούθησαν υποταγμένα, καλόπιστα, πεπλανημένα και ανύποπτά, τις δικές του καταστροφικές μεθόδους «θεραπείας» (…) με αποτέλεσμα η κατάσταση της υγείας του ανήλικου ασθενούς να επιδεινωθεί ραγδαία και σε σημείο μη αναστρέψιμο με την απρόσκοπτη αύξηση του όγκου δεδομένο ότι στην πραγματικότητα παρέμεινε αυτό εντελώς ακάλυπτο από την δέουσα ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και να περιέλθει σε κωματώδη κατάσταση και να αποβιώσει το 2017 σε ηλικία 16 ετών».
Οι ιδιότητες του «ψευτογιατρού» ήταν πολλές και ανάλογα με την περίσταση εμφανιζόταν ως διακεκριμένος γιατρός ογκολόγος, ομοιοπαθητικός, στέλεχος της NSA, αλλά και βοτανολόγος. Σε άλλο ασθενή πρότεινε θεραπεία αποτελούμενη από έλαια και βότανα του Αγίου όρους, τα οποία ο ίδιος χορηγούσε. Επρόκειτο για «σκευάσματα χωρίς καμιά ιατρική αναγνώριση και παντελώς ακατάλληλα προς ίαση και η διατροφή που υποδείκνυε αποδυνάμωνε τον οργανισμό και τις φυσικές άμυνες του».
Στην πολυσέλιδη πρόταση περιγράφεται και περίπτωση τετράχρονου αγοριού με μυϊκή ατροφία για την οποία ο κατηγορούμενος εμφανίζεται να ισχυρίστηκε ότι τα φάρμακα (κορτιζόνη και τα λοιπά) που λάμβανε, προκαλούσαν βλάβη στον οργανισμό του και γι’ αυτό θα έπρεπε να ακολουθήσει αποτελεσματικότερη και καταλληλότερη θεραπεία που αποτελούνταν από σκευάσματα που παρείχαν σταγόνες και (βότανα αποξηραμένα φύλλα φυτών) που ίδιος χορηγούσε. «Για πέντε μήνες το παιδί ακολούθησε τη θεραπεία με αποτέλεσμα η κατάσταση της υγείας του να επιδεινωθεί ραγδαία, να χάσει σταδιακά τις δυνάμεις του να μην μπορεί να σταθεί όρθιος στα πόδια του και να καταρρεύσει σε διάστημα 20 ημερών παραμένοντας έκτοτε καθηλωμένο σε αμαξίδιο μη δυνάμενο να πατήσει ξανά εφόρου ζωής και να αυτοεξυπηρετηθεί παραπληγία ποσοστό αναπηρίας 85%».
Σχετικά με τους υπόλοιπους κατηγορουμένους της υπόθεσης αναφέρεται ότι με την συμπεριφορά τους συνέδραμαν ουσιαστικά το «ιατρικό» του έργο και υποδήλωναν ότι «ο κατηγορούμενος είναι πράγματι γιατρός και δη συνεργάτης κλινικής στον οποίο παραχωρούσαν για την διευκόλυνση του επιστημονικού έργου του ειδικό χώρο γραφείου για να δέχεται τους ασθενείς του και τον απαραίτητο ιατρικό εξοπλισμό, δημιουργώντας στα θύματά του την εσφαλμένη πεποίθησή περί της ιατρικής ιδιότητας του».