Εγκρίθηκε κατά πλειοψηφία επί της αρχής το νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης για τις σχέσεις γονέων και τέκνων από τα μέλη της αρμόδιας κοινοβουλευτικής επιτροπής. Θετικοί ήταν οι βουλευτές της ΝΔ, αρνητικοί του ΣΥΡΙΖΑ και του Μερα25, ενώ επιφύλαξη δήλωσαν ΚΙΝΑΛ, ΚΚΕ και Ελληνική Λύση.
Κατά τη δεύτερη συνεδρίαση της αρμόδιας επιτροπής κλήθηκαν οι αρμόδιοι κοινωνικοί φορείς, που στις τοποθετήσεις τους ανέφεραν πως το «δύσκολο» σημείο του νομοσχεδίου είναι η ρύθμιση που ορίζει πως η γονική μέριμνα ασκείται από κοινού και εξίσου σε περιπτώσεις διαζυγίων. Ωστόσο, όπως αναφέρθηκε από τους περισσότερους, η συντριπτική πλειοψηφία των σχετικών δικαστικών αποφάσεων παραχωρεί την γονική επιμέλεια στον ένα γονέα αποκλείοντας τον άλλο από την ζωή του παιδιού.
Σε γενικές γραμμές υπήρξαν φορείς που υποδέχθηκαν θετικά την μεταρρύθμιση, ενώ άλλοι ζήτησαν από το υπουργείο Δικαιοσύνης να αποσύρει τις οριζόντιες διατάξεις ώστε τα δικαστήρια ελεύθερα να αποφασίζουν για την επιμέλεια των παιδιών λαμβάνοντας τις ειδικές κάθε φορά συνθήκες.
«Η κοινή ανατροφή είναι κανόνας για τα παιδία όλων των ηλικιών. Η συνεπιμέλεια λειτουργεί προς το συμφέρον των γονέων και πρωτίστως προς το συμφέρον των παιδιών. Διαμορφώνει καλύτερες συνθήκες για την ψυχική, σωματική υγεία και για τις ακαδημαϊκές επιδόσεις» είπε η κ. από την Μαριέττα Παπαδάκου Ελληνική Ψυχολογική Εταιρεία, συμπληρώνοντας ότι βασική συνθήκη για την συνεπιμέλεια αποτελεί η διαβίωση του παιδιού με κάθε γονέα κατ΄ ελάχιστο στο 35% του χρόνου.
Για σωστή κατεύθυνση του νομοσχεδίου, που δεν εκφράζει όμως καθαρά τη βούληση του νομοθέτη, έκανε λόγο ο επικεφαλής του Συνηγόρου του Πολίτη Ανδρέας Ποττάκης. «Ο διάλογος που έχει αναπτυχθεί δημιουργεί στρεβλές εντυπώσεις και χάνεται ο πυρήνας του νομοσχεδίου. Άκουσα να μιλούν αρκετοί για επιχείρηση χειραγώγησης της δικαστικής εξουσίας, για ανελαστικότητα ή υποχρεωτικότητα συνεπιμέλειας και συχνές αναφορές στην ριζοσπαστική αναθεώρηση του οικογενειακού Δικαίου του 1983 χωρίς όμως να λαμβάνεται υπόψη ότι η μεταρρύθμιση του 1983 εισέφερε υποχρεωτικά την αλλαγή του παραδείγματος» εξήγησε.
Στις αιτιάσεις της αντιπολίτευσης σχετικά με τον μη παιδοκεντρικό χαρακτήρα του νομοσχεδίου και το γεγονός ότι δεν υπάρχει εξατομίκευση στις υποθέσεις, απάντησε ότι: «η κατοχύρωση των δικαιωμάτων και οι διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας δεν μπορεί να είναι αλα καρτ. Πρέπει να ξεφύγουμε από στερεότυπα του παρελθόντος και να εναρμονιστούμε με τις σύγχρονες συνθήκες και με την ανάγκη ισότητας των φύλων».
Ενστάσεις για τις διατάξεις που επιχειρούν να ρυθμίσουν την μέριμνα όταν παράλληλα υπάρχουν και καταγγελίες ενδοοικογενειακής βίας εξέφρασε ο γενικός γραμματέας της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων Παντελής Μποροδήμος, ενώ θετική γνώμη εξέφρασαν οι εκπρόσωποι του συλλόγου οικογενειακών σχέσεων ΓΟΝ.ΙΣ. Την ανάγκη για εξατομικευμένη εξέταση των υποθέσεων πρότεινε και η κ. Αικατερίνη Τρίμμη μέλος της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.
«Στην από κοινού μέριμνα δεν είμαστε αντίθετοι. Θεωρούμε ότι ανταποκρίνεται στα νέα δεδομένα και ήταν ενοχλητικό ότι τα δικαστήρια συνήθισαν να απονέμουν την επιμέλεια των παιδιών ως έπαθλο στον ένα γονέα και ο άλλος εξαφανιζόταν από την ζωή του παιδιού. Ζούσαμε καταστάσεις που ο γονέας από πρωταγωνιστής στην ζωή του παιδιού γινόταν ο γονιός του δεύτερου σαββατοκύριακου το μήνα. Συμφωνούμε με αυτό αλλά διαφωνούμε με την ισόχρονη επιμέλεια. Ο όρος εξίσου θα προκαλέσει προβλήματα. Εισάγεται η υποχρεωτική εναλλασσόμενη κατοικία με την οποία εμείς έχουμε διαφωνίες» είπε ο κ. Δημήτρης Δημητρουλόπουλος, εκπρόσωπος της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων.
Την οριζόντια ρύθμιση του ζητήματος επικρότησε ο κ. Ιωάννης Παπαρηγόπουλος, πρόεδρος του Συλλόγου Συνεπιμέλεια, υπογραμμίζοντας ότι «δεν μπορούν να ισχύουν διαφορετικά πράγματα για κάθε παιδί γιατί τα δικαιώματα του παιδιού είναι κοινά». Ταυτόχρονα, για μια εξαιρετικά σημαντική νομοθέτηση έκανε λόγο ο κ. Δημήτρης Δουλιώτης από τον σύλλογο «Ενεργοί Μπαμπάδες» λέγοντας: «Το νομοσχέδιο εστιάζει στα παιδιά και στο δικαίωμά τους να ανατρέφονται ισόχρονα. Αγαθές προθέσεις αλλά για να επιτελέσει το κοινωνικό του έργο καθίστανται αναγκαίες ορισμένες τροποποιήσεις για να μην επαναληφθούν παγιωμένες νομολογίες», Μάλιστα, συμπλήρωσε ότι η γενική καταγραφή του μαχητού τεκμηρίου 1/3 στον χρόνο επικοινωνίας του παιδιού με τον γονέα με τον οποίο δεν διαμένει, αφήνει περιθώρια κατάχρησης και καταστρατήγησης.
Αντίθετη στις προωθούμενες διατάξεις δήλωσε η κ. Ολγα Γκίνη της Χριστιανικής Ένωσης Νεανίδων, ενώ από την Εταιρεία Οικογενειακού Δικαίου η κα Κατερίνα Φουντουδάκη ανέφερε ότι «δεν νοείται οριζόντια ρύθμιση». Όπως εξήγησε, «δεν μπορεί η γονική μέριμνα να ασκείται 50 – 50 όταν αυτό το ποσοστό δεν ίσχυε ούτε όταν τα ζευγάρια διέμεναν μαζί. Δεν χρειαζόταν καμία συγκλονιστική μεταρρύθμιση αλλά στοχευμένες παρεμβάσεις για την διόρθωση στην εφαρμογή του υφιστάμενου νόμου». Τέλος, η κ. Αναστασία Γκολιομύτη του γυναικείου σωματείου «Μωβ» ζήτησε την απόσυρση του νομοσχεδίου υποστηρίζοντας μεταξύ άλλων ότι πως «Η διατροφή πρέπει να καθορίζεται βάσει των εισοδημάτων των γονέων και των αναγκών των παιδιών και όχι με βάση το χρόνο που διαμένουν τα παιδιά με τον κάθε γονέα».