Οι αστυνομικοί του Ανθρωποκτονιών άκουγαν εμβρόντητοι έναν 32 χρόνο να τους λέει πως έφτασε στο έγκλημα σε βάρος ενός άνδρα έξω από το Κέντρο Υγείας στα Καλύβια επειδή νόμιζε ότι το θύμα του είχε κάνει μάγια.
Τα στοιχεία της δολοφονίας του εργαζομένου στο Κέντρο Υγείας είχαν από την αρχή δείξει ότι ο δράστης ήταν κοντά στο θύμα.
«….Κάποια στιγμή κατάλαβα ότι ο Δ και η Έ μας έκαναν μάγια για να μας καταστρέψουν. Μας έριχναν χώμα, λάδια και κλωστές στα αυτοκίνητα μας, στο μπαλκόνι του σπιτιού μας και στην σκάλες. Όταν άρχισα να καταλαβαίνω ότι τα μάγια τους είχαν πλέον αποτέλεσμα ήταν περίπου τον Οκτώβριο που μας πέρασε -του 2020, δηλαδή. Τότε άρχισα να χάνω κιλά και δεν μπορούσα να κοιμηθώ τα βράδια».
Οι καβγάδες τους με αφορμή τα κοινόχρηστα στην πολυκατοικία ήταν συχνοί. Και δεν δίστασε να περιγράψει στους αστυνομικούς τη στιγμή της δολοφονίας.
«… Εγώ πλησίασα κοντά, άνοιξα την πόρτα του οδηγού και το κόλλησα με το πιστόλι που σας είπα πριν. Τον πυροβόλησα τρεις φορές. Αμέσως μετά γύρισα στο αμάξι μου και έφυγα γρήγορα» ανέφερε.
Λίγο νωρίτερα είχε αποκαλύψει ότι αγόρασε το όπλο από το Μενίδι και ότι πήγε στη δολοφονία με το αυτοκίνητό του από το οποίο είχε αφαιρέσει την πινακίδα κυκλοφορίας.
Ο δράστης αμέσως μετά έφυγε μαζί με τη μητέρα του για την Αλβανία, όπου κρυβόταν όλο αυτό το διάστημα. Όμως, οι Αρχές εκεί διαπίστωσαν ότι ήταν παράνομα στην Αλβανία και αφού συνελήφθησαν, απελάθηκαν στην Ελλάδα.
Η σύλληψη του ήταν μετά θέμα χρόνου.