«Κάποιοι έπρεπε να είναι φυλακή και άλλοι να έχουν ξηλωθεί αμέσως από τις θέσεις τους», ήταν το συμπέρασμα του Αριστείδη Χερουβείμ, η κατάθεση του οποίου συγκλόνισε τους πάντες στο δικαστήριο στη δίκη για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι.
Ο μάρτυρας, που έχασε τη μάνα του, την αδελφή του και τα δύο της ανήλικα παιδάκια πέντε χρόνων, μίλησε για όσα δραματικά βίωσε, αναζητώντας τους νεκρούς του μέχρι τη στιγμή που βρέθηκε στην οδυνηρή θέση να αναγνωρίσει τις σορούς τους.
«Εύχομαι να μη ζήσει κάποιος αυτό που έζησα εγώ και ή οικογένειά μου. Δεν γνωρίζουν πως είναι να μαζεύεις μισοκαμένα παιχνίδια από τον κήπο. Να πρέπει να αξιολογήσεις τι από τα πράγματα των κοριτσιών, τι θα πρέπει να πετάξεις και τι να δώσεις», ανέφερε ο μάρτυρας για να προσθέσει σε άλλο σημείο της κατάθεσής του: «Όσοι μείναμε πίσω ζούμε ένα μαρτύριο. Υπάρχουν άνθρωποι εδώ σαν και εμένα που πρέπει να μας προστατεύσετε, εμείς είμαστε τα θύματα κ. πρόεδρε».
Αρχίζοντας την κατάθεσή του στο δικαστήριο ο κ. Χερουβείμ ανέφερε: «Έχω ζήσει όλες τις φωτιές τα καλοκαίρια. Πάντα υπήρχε πυροσβεστικό όχημα παρκαρισμένο. Εκείνη την ημέρα δεν υπήρχε. Η Λεωφόρος Μαραθώνος θεωρείτο σαν ζώνη πυρόσβεσης. Όλα αυτά τα καλοκαίρια που είμαστε εκεί κάναμε αγώνα να καθαρίζουμε τα ξερόχορτα. Εγώ μένω στην Αθήνα. Είχε βγει στη τηλεόραση ο κ. δήμαρχος Ραφήνας – Πικερμίου και έλεγε ότι δεν χρειάζεται εκκένωση, μας ζητούσε μάλιστα να μην κυκλοφορούμε για να μην εμποδίζουμε τα πυροσβεστικά. Υπήρχαν ελικόπτερα που ποτέ δεν σηκώθηκαν. Υπήρχε χρόνος σε όλες τις υπηρεσίες να ειδοποιήσουν τον κόσμο, αλλά αυτοί παρατηρούσαν τον κόσμο να καίγεται. Έλεγαν ότι η φωτιά κινείται προς το Διόνυσο. Η φωτιά έκαιγε ψηλά μέχρι εκείνη την ώρα…».
Ο μάρτυρας αναφέρθηκε στις επικοινωνίες που είχε με τη μητέρα του, βλέποντας από την τηλεόραση ότι είχε ξεσπάσει φωτιά. «Μου είπε η μητέρα μου, με την οποία επικοινώνησα στις 6:30 το απόγευμα, ότι έβλεπαν φλόγες. Της είπα “σηκωθείτε και φύγετε”. Δεν έπιασα κουβέντα γιατί κάθε δευτερόλεπτο ήταν κρίσιμο. Κατάφεραν να φύγουν μέσα στα επόμενα πέντε λεπτά. Εκεί συνάντησαν κάποιους άλλους ανθρώπους. Το αυτοκίνητο του ενός ζευγαριού έπιασε φωτιά και σε λίγο μαζί με την οικογένεια μου κάηκαν», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Κατά τη διάρκεια της κατάθεσής του, ο κ. Χερουβείμ περιέγραψε τις ατελείωτες προσπάθειες που έκανε τηλεφωνώντας σε αρμόδιες υπηρεσίες και νοσοκομεία ώστε να μάθει για την τύχη των δικών του ανθρώπων.
«Κάλεσα την πυροσβεστική αμέτρητες φορές… Κάποια στιγμή πήρα και το Λιμενικό αλλά μετά από αμέτρητες φορές δεν απάντησε ποτέ. Η Άμεση Δράση μου είπε ότι δεν είναι αρμόδια και να πάρω στο αστυνομικό τμήμα Νέας Μάκρης. Από εκεί μου είπαν να πάρω στο Κέντρο Υγείας Νέας Μάκρης, τα νοσοκομεία που μάζευαν τις σορούς» ανέφερε ο μάρτυρας και συνεχίζοντας την κατάθεσή του τόνισε: «Όπως έμαθα αργότερα από εθελοντή γύρω στις 09:00 μια ομάδα εφέδρων καταδρομέων προσφέρθηκε να βοηθήσει την Πυροσβεστική για να ψάξει να βρει τα πτώματα. Ανοργανωσιά και παντελής έλλειψη συντονισμού. Όλο αυτό το θέατρο που παίχτηκε ενώ ήξεραν ότι υπήρχαν νεκροί…».
Στη συνέχεια, ο κ. Χερουβείμ μίλησε για τις στιγμές που κλήθηκε να κάνει αναγνώριση στις σορούς των δικών του ανθρώπων.
Όπως είπε, κατάφερε να εντοπίσει τις σορούς των συγγενών του αργά τη νύχτα. «Γύρω στις 2 το πρωί, το σπίτι ήταν ανοιχτό, δεν βρήκα κανέναν μέσα, το αυτοκίνητο της αδερφής μου ήταν στο σπίτι, είδα στα 50 μέτρα κάποιες σορούς σκεπασμένες με ένα λευκό σεντόνι» ανέφερε χαρακτηριστικά για να συνεχίσει: «Απέναντι ακριβώς ήταν ένα ζευγάρι εντελώς καμένοι σε κοινή θέα, χωρίς να είναι καν καλυμμένοι. Οι αστυνομικοί μου είπαν ότι κάτω από το σεντόνι ήταν δυο γυναίκες και δυο παιδιά. Κατάλαβα ότι ήταν οι δικοί μου συγγενείς. Αλλά μου είπαν ότι ήταν νεαρές γυναίκες. Ζήτησα να κάνω αναγνώριση, εκεί υπήρχε μια δυσκολία γιατί αφενός δεν είχαν γάντια και αφετέρου είπαν ότι δεν ήθελαν να διαταράξουν το σκηνικό του εγκλήματος. Τελικά τα καταφέραμε, αναγνώρισα την αδερφή μου, τη μητέρα μου και το ένα παιδάκι, το άλλο ήταν πολύ καμένο. Οι σοροί ήταν άσπρες… Έσβησαν τα παιδιά με πυροσβεστήρα, αυτό επιτρέπεται; Αυτό έγραψαν στην αναφορά τους οι αστυνομικοί, ότι εντόπισαν τις σορούς και άδειασαν τον πυροσβεστήρα του περιπολικού. Η τσάντα της αδερφής μου ήταν ανέπαφη και ζήτησα να πάρω την ταυτότητα της. Ιατροδικαστής ήρθε 12 το μεσημέρι. Το πιστοποιητικό θανάτου λέει 12:30 το μεσημέρι. Η περισυλλογή των σορών έγινε στις 7 το απόγευμα. Αυτό έγινε γιατί κάποιοι στην πυροσβεστική θεώρησαν σωστό να γίνει απευθείας ανάθεση σε ένα συγκεκριμένο γραφείο τελετών έναντι 62.000 ευρώ παρά το ότι είχαν προσφερθεί και άλλα γραφεία δωρεάν».
Αναφερόμενος στη στάση της Πολιτείας εκείνες τις ώρες, ο κ. Χερουβείμ χαρακτήρισε «θέατρο» τη σύσκεψη στο συντονιστικό κέντρο της πυροσβεστικής υπό τον Αλέξη Τσίπρα. «Ήταν τρομερά υποκριτικό και προσβολή», είπε.
«Φάγαμε 4,5 χρόνια, όπου γινόταν μπαλάκι η δικογραφία και το μόνο που έκαναν ήταν να αλλάξουν τον Ποινικό Κώδικα και να κάνουμε ευνοϊκότερες ποινές για τους κατηγορούμενους. Το μόνο καλό ήταν η δημιουργία το 112. Έπρεπε να φύγουν 104 άνθρωποι για να γίνει το 112….», πρόσθεσε.
Ολοκληρώνοντας την κατάθεσή του, ο κ. Χερουβείμ ανέφερε: «Σήμερα ήρθαμε εδώ να κάνουμε μια δίκη αλλά δεν ξέρουμε πόσα θύματα υπάρχουν. Τα θύματα είναι 104. Μου κάνει εντύπωση που κανείς δεν μιλάει για τα θύματα που δεν ταυτοποιήθηκαν. Επί 4,5 χρόνια, η δικογραφία για το Μάτι έγινε μπαλάκι. Δεν κατηγορώ το δικαστήριο σας, αλλά το νομικό πλαίσιο. Οι κατηγορούμενοι είναι αθώοι μέχρι απόδειξης ενοχής, αλλά υπάρχουν άνθρωποι σαν εμάς που είμαστε τα θύματα. Κάποιοι φταίνε περισσότερο και κάποιοι λιγότερο. Κάποιοι θα έπρεπε να είναι στη φυλακή, αλλά όλοι θα έπρεπε να έχουν ξηλωθεί την επόμενη μέρα».
«Δεν υπήρχε κανείς, καιγόντουσαν τα πάντα»
Στη συνέχεια, στο βήμα του μάρτυρα, ανέβηκε γυναίκα, η οποία έχασε την αδελφή της και την ανιψιά της στη φονική πυρκαγιά, ενώ από θαύματα γλύτωσε η ίδια και ο ανιψιός της.
«Δεν υπήρχε κανείς, καιγόντουσαν τα πάντα δεν υπήρχε ούτε πουλί πετούμενο», είπε η μάρτυρας περιγράφοντας στη συνέχεια πως η ίδια εγκλωβίστηκε στο σπίτι της στο Ν. Βουτζά όταν μπλόκαρε η γκαραζόπορτα και δεν κατάφερε να φύγει.
«Κατά τις 10 το βράδυ μου χτύπησαν την πόρτα και ήταν από τον τηλεοπτικό σταθμό Alpha. Με ρώτησαν «είστε ζωντανή;». Λέω «ναι» και κατέβηκα κάτω και είδα απανθρακωμένους στα αυτοκίνητα, μόνο τη στάχτη τους. Έξω από το σπίτι ούτε πουλί πετάμενο δεν υπήρχε μέχρι τις 11:30», είπε η μάρτυρας και στη συνέχεια περιέγραψε πώς η αδελφή της και η ανιψιά της, οι οποίες έμεναν σε γειτονικό σπίτι έφυγαν μετά από προτροπή αστυνομικών το απόγευμα εκείνης της ημέρας χωρίς ωστόσο, να καταφέρουν να ξεφύγουν από τις φλόγες.
Ο ανιψιός της, σύμφωνα με τη μάρτυρα, ήταν εκείνος που τις βρήκε βαριά τραυματισμένες στο δρόμο και όταν προσπάθησε να τις πάει στο νοσοκομείο, οι αστυνομικοί του έδιναν οδηγίες και τον έστελναν μέσα στη φωτιά.
«Η αδελφή μου ούρλιαζε καμένη από τους πόνους. Ο ανιψιός μου δεν άκουσε τους αστυνομικούς, βγήκε αντίθετα στη Μαραθώνος, τις πήγε στον “Ευαγγελισμό”, όπου διασωληνώθηκαν και μας είπαν να περιμένουμε να πεθάνουν. Από τύχη σώθηκα, θα μπορούσα να καώ μέσα στο σπίτι αν δεν είχε κλείσει η γκαραζόπρτα ή να έχω φύγει με το αυτοκίνητο και να καώ όπως η αδελφή μου και η ανιψιά μου».
Ο αγώνας για τη σωτηρία
Λίγο νωρίτερα, ο Αλέξανδρος Φλώρος κατέθεσε τις υπεράνθρωπες προσπάθειες που κατέβαλε με την οικογένεια του για να σωθούν.Όπως είπε ο μάρτυρας, μαζί με τους συγγενείς του κατάφεραν να φτάσουν στην ακτή.
Έβλεπαν πυκνό καπνό από την πλευρά του βουνού, ενώ ερχόταν συνεχώς κόσμος στην παραλία και η ορατότητα μειωνόταν.
«Μπήκαμε στη θάλασσα, κάποια στιγμή χάσαμε τη στεριά, δεν βλέπαμε. Κολυμπούσαμε, προσπαθούσαμε να μείνουμε ενωμένοι, ο αέρας δυνάμωνε όσο περνούσε η ώρα. Προσπαθούσαμε να μείνουμε σε κοντινή απόσταση ο ένας από τον άλλο. Έπεφταν σπίθες, κουκουνάρια στο νερό. Κάποια στιγμή δυσκόλεψαν τα πράγματα πάρα πολύ. Ακούγαμε τα αεροπλάνα και νομίζαμε ότι έρχονταν να μας σώσουν, φωνάζαμε βοήθεια. Κάποια στιγμή η γυναίκα μου λέει, “αυτό ήταν…”»,κατέθεσε ο κ. Φλώρος.
Όπως είπε, είχαν αρχίσει να χάνουν το κουράγιο τους και προσπαθούσαν να παραμένουν ενωμένοι, κολυμπώντας, μη γνωρίζοντας προς τα πού κατευθύνονται.
«Μετά από πολλές ώρες είδαμε κάτι φώτα. Είχαμε φτάσει κοντά στο λιμάνι της Ραφήνας, ήταν φώτα πλοίου. Ερχόταν ένα ψαροκάικο. Μας έριξε φως με φακό, μετά μια κουλούρα. Η γυναίκα μου είχε πάθει υποθερμία, τα παιδιά είχαν γίνει μπλε. Μας έδωσαν κουβέρτες. Είδα έναν παππού να επιπλέει στη θάλασσα… Ανέσυραν μια γυναίκα, της έκαναν ανάνηψη, δεν τα κατάφερε… Μας έβγαλαν στην ακτή, από το σοκ δεν θυμόμασταν να πάρουμε τηλέφωνο κάποιον δικό μας… Δεν βλέπαμε καλά, στην ακτή φαίνονταν κάποια ασθενοφόρα. Εκεί είδαμε πλαστικές σακούλες μαύρες που τις έκλειναν… Αν μέναμε μέσα στο σπίτι θα καιγόμασταν ζωντανοί. Ήταν τόσο το θερμικό φορτίο που έλιωσαν τα σίδερα…», είπε με τρεμάμενη φωνή και πρόσθεσε πως καθ’ όλη τη διάρκεια της προσπάθειάς του να σώσει τον εαυτό του και την οικογένειά του δεν είδε ούτε έναν εκπρόσωπο των αρχών.
«Τον μόνο ένστολο που είδα ήταν μια λιμενικός στις 11 τη νύχτα στο λιμάνι της Ραφήνας», είπε.
Αύριο, μεταξύ άλλων, στο δικαστήριο αναμένεται να καταθέσει η κυρία Βουκάκη Βαρβάρα, η οποία έχασε τον άνδρα της Γρηγόρη Φύτρο και τα δυο τους παιδιά στη φονική πυρκαγιά.