
«Η Άσπα είναι η γυναίκα της ζωής μου». Αυτό έλεγε διαρκώς ο Διονύσης Σαββόπουλος, που έφυγε από τη ζωή το απόγευμα της Τρίτης, 21 Οκτωβρίου, σε ηλικία 81 ετών.
«Είμαι ερωτευμένος με την Άσπα», επαναλάμβανε σε όσους τον ρωτούσαν για τη σχέση του με την κατά κόσμον Ασπασία Αραπίδου, τη γυναίκα δηλαδή με την οποία απέκτησε δύο παιδιά, ήταν πάντα στο πλευρό του στα καλά και στα κακά, στα εύκολα και στα δύσκολα…
«Η Άσπα είναι η γυναίκα της ζωής μου, 57 χρόνια με ανέχεται το κορίτσι. Είμαι ερωτευμένος με την Άσπα. Με ζηλεύει πάρα πολύ. ‘Ποια είναι αυτή; Γιατί κοιτάς προς τα εκεί;’ με ρωτάει. Είναι εξαιρετική η Άσπα, αφοσιώθηκε σε αυτόν τον γάμο χωρίς να χάσει την προσωπικότητά της», είχε πει ο Διονύσης Σαββόπουλος σε μια από τις συνεντεύξεις για τη γυναίκα του. Για τη γυναίκα για την οποία έγραψε το oμώνυμo τραγούδι του 1979:
«Σταθερά στη βροχή
Πριν το τρένο αποσπαστεί
Τα χρυσά σου χείλη ακουμπάς
Στα βρεγμένα μάγουλά μου
Άσπα, κάνε λίγο υπομονή χαρά μου»
«Την ημέρα του όχι, εμείς είπαμε ναι»
Η ιστορία του Διονύση Σαββόπουλου και της Ασπασίας του ξεκίνησε όταν οι δυο τους ήταν πολύ νέοι: Ο Διονύσης Σαββόπουλος τότε ήταν στη φυλακή και η Άσπα ήταν μια έφηβη που πήγαινε σχολείο. Φορούσε φούστες και τον επισκεπτόταν έγκλειστο τότε στη φυλακή, μαζί με συγγενείς πολιτικών κρατουμένων.
Διονύσης Σαββόπουλος: «Πήρα την απόφαση να την παντρευτώ»
«Πήρα την απόφαση να την παντρευτώ όταν ήμουν στην απομόνωση, στη φυλάκα! Όπως παίρνουμε αποφάσεις, έτσι και εγώ πήρα δύο αποφάσεις σημαντικές. Το ένα να ασχοληθώ με τα τραγούδια και τη μουσική και το άλλο να παντρευτώ την Άσπα, επειδή την αγαπώ. Ήμασταν πολύ νέοι. Παντρευτήκαμε τον Οκτώβριο του 1967, 28η Οκτωβρίου. Την ημέρα του όχι, εμείς είπαμε ναι. Εγώ ήμουν 23 και η Άσπα 18».
»Η Άσπα ερχόταν στη φυλακή να με δει. Ακόμα και οι φίλοι μου εξαφανίστηκαν δικαιολογημένα γιατί σου λέει ‘Πιάνουν τώρα και τους τραγουδοποιούς’. Έφυγαν στο Λονδίνο αυτοί, στη Ρώμη. Η Άσπα ήταν μικρή, στην τρίτη λυκείου. Έφερε τον κόσμο άνω κάτω, έμαθε πού είμαι και ήρθε στην ουρά. Ήταν στην ουρά οι συγγενείς των πολιτικών κρατουμένων και έφερναν φαγητό στους κρατούμενους. Οι συγγενείς των πολιτικών κρατουμένων ήταν σαν χήρες και ορφανά από τον εμφύλιο. Η δικιά μου έλαμπε, είχε χειλάκια μεταξωτά, ματάκια μοβ βαμμένα, φορούσε μίνι φούστα. Πήγαινε και αγόραζε τα καλύτερα φαγητά από το ‘Select, δεν φοβόταν. Σε κάνει ατρόμητο η αγάπη. Τις έδιναν κάτι μπάτσες από την ασφάλεια. Της έλεγαν ατάκες τύπου ‘Είσαι μικρό κορίτσι, τι δουλειά έχεις με αυτούς’», θυμήθηκε.
Διονύσης Σαββόπουλος: «Ώσπου η ζωή να βασιλέψει, εγώ θα σ’ αγαπώ»
Ο Διονύσης Σαββόπουλος, μάλιστα, στο βιβλίο του με τίτλο «Γιατί τα Χρόνια Τρέχουν Χύμα», είχε αφιερώσει πολύ μεγάλο μέρος στη δική του Άσπα. Είχε αναφερθεί στη γνωριμία τους, στις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν αλλά και στον έρωτά τους που έσβησε μόνο με τον θάνατό του λίγες μέρες πριν συμπληρώσουν 58 χρόνια γάμου.
«Και με την Άσπα τελικά καλά ταιριάξαμε. Κοντεύουμε εξήντα χρόνια παντρεμένοι. Ισόβια να μας είχαν καταδικάσει, θα μας είχαν πια αφήσει. Αλλά όχι. Τη θέλω ακόμα.
“Πώς είναι να είσαι παντρεμένος τόσα χρόνια;”. μας ρωτάνε. “Σκεφθήκατε ποτέ να χωρίσετε;”. “Όχι!”, λέει αμέσως η Άσπα. Εγώ όμως λέω: “Αχ, Άσπα μου, το σκεφτήκαμε πολλές φορές, γλυκιά μου”.
Μερικές φορές κοντέψαμε, αλλά ξαναπέσαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Κι άλλοτε ήταν μέρες που έπεφτε πάλι βαριά επάνω μας η ταφόπλακα της καθημερινότητας. Δούλευα σε κλαμπ γεμάτα από νεαρές γυναίκες, σεξουαλικά πρόθυμες κι επιπλέον ερωτευμένες με τον πρωταγωνιστή. Αισθανόμουν σαν μικρό παιδί που το βάζεις σ’ ένα δωμάτιο όπου τρέχουν τραινάκια, ρομπότ που μιλάνε, ένα σωρό λουσάτα παιχνίδια, αλλά δεν έπρεπε ν’ αγγίξω τίποτα. Μόνο να βλέπω.
“Παντρειές μου ήθελες…», σκεφτόμουνα, “να, τώρα!». Της το χρέωνα ο γελοίος. Μα κι αν μπήκα στον πειρασμό κι αν εξόκειλα καμιά φορά, της το ομολόγησα. Δεν μπορώ να κρατάω μυστικά απ’ τη γυναίκα μου. Με πνίγουν. Τι να κάνω; Της τα λέω όλα.
Εξάλλου, άνδρας είμαι, δεν είχα κανένα ελαφρυντικό;
Όχι, δεν είχα κανένα ελαφρυντικό. Το άκουγα στην παγερή σιωπή της. Το έβλεπα σ’ αυτό το παγερό πράσινο στο βλέμμα της.
Ήμουν ένας πατριαρχικός τύπος που βασανιζόταν απ’ την ίδια την πατριαρχικότητα. Έτσι ήμουν τότε. Βουλιάζαμε. Απομακρυνόμασταν και δεν το ομολογούσαμε, για να μην απομακρυνθούμε ακόμα περισσότερο.
Το κλαμπ έκλεινε κατά τις τρεις. Δεν μπορούσα να πάω να κοιμηθώ, έπρεπε να σβήσω μηχανές. Πήγαινα με τους μουσικούς για καμιά μακαρονάδα, κάνα ποτό, και γυρνούσα σπίτι ξημερώματα. Αργούσα, κι εσύ, μωρό μου, έπαιρνες τηλέφωνο τα στέκια. Σε είχαν μάθει πια όλα τα μπαρ. “Όχι, κυρία Σαββοπούλου, δεν φάνηκε απόψε ο κύριος Διονύσης”.
Ξυπνούσα το απομεσήμερο. Εσύ μαγείρευες και περίμενες τα παιδιά να γυρίσουν απ’ το σχολείο, κι εγώ κλεινόμουνα στο γραφείο με τα ακουστικά κι όλο κάτι έγραφα, ανίκανος να μπω στη θέση σου έστω για λίγο. Ήσουν νέα, ήσουν μόνη. Τα βράδια που δεν δούλευα καθόμασταν όλοι να φάμε, αμίλητοι. Υπήρχε μια βουβή ένταση στο σπίτι, ύστερα τα παιδιά κοιμόντουσαν, κι εμείς πέφταμε στο κρεβάτι κι αγκαλιαζόμασταν σαν ναυαγοί, σαν δυο πλάσματα που γυρεύουν τη σωτηρία τους το ένα μέσα στο άλλο. Όσο να’ ναι, πάντα βοηθάει αυτό.
Σιγά μη βοηθάει. Μας ξεφύτρωσε ένας τζιτζιφιόγκος κάποια στιγμή. Που σ’ έχανα, που σ’ έβρισκα πότε με τον τζιτζιφιόγκο στο τηλέφωνο, πότε “πήγαμε μια βόλτα”, πότε “να τον καλέσουμε στο σπίτι μας, Διονύση μου, γιατί χωρίζει κι είναι πολύ μόνος”. Όλο κάτι τέτοια.
Ένα απόγευμα που ανεβήκαμε στην Κηφισιά και πέσαμε πάνω του, τον προσπέρασες στην ψύχρα, χωρίς καν να τον χαιρετήσεις. Κι εκείνος το ίδιο. Κοκκίνισε κιόλας. Έσκυψε το κεφάλι του. Μούγγα οι δυο σας.
– Έγινε κάτι; σε ρώτησα.
– Όχι.
– Και γιατί δεν τον χαιρέτησες;
– Δεν τον είδα.
– Συνέβη κάτι μεταξύ σας;
– Δεν τον είδα, σου λέω!
Δεν την ξαναρώτησα.
Ύστερα μέλι-γάλα. Κι όταν πήραμε και το σπίτι στο Πήλιο κι εσύ ανέλαβες να το φτιάξεις, ήσουν μες στην τρελή χαρά. Ποτέ δεν σε είδα τόσο ευτυχισμένη, ρε Ασπούλα. Τέλειο το είχες φτιάξει. Ήταν το πρώτο δικό μας σπίτι. Στην Αθήνα ακόμη στο ενοίκιο ήμασταν.
Αλλά, χρόνια μετά, στα Τραπεζάκια έξω, τις μας βρήκε πάλι;
Ήταν τα πρώτα χρόνια του ΠΑΣΟΚ, εκατομμύρια αμίλητοι Έλληνες βγήκαν επιτέλους απ’ τις στοές τους, ζητώντας σαν απόκληροι την αναγνώρισή τους, όπως την αντιλαμβανόταν ο καθένας τους. Εμάς μας κάνανε εξώφυλλο και στον Ταχυδρόμο. Καλοί βγήκαμε. Εσύ βέβαια πάντα κούκλα ήσουνα, αλλά τώρα στο εξώφυλλο έσκισες. Αφέθηκες στον φακό με μισόκλειστα μάτια, όνειρο ήσουν. Κύκλοι θαυμαστών σε περιστοίχισαν. Χαλάλι σου, κούκλα μου! Μέχρι ο γερο-Καραμανλής ήταν όλο παινέματα ένα βράδυ στη “Μεγάλη Βρεταννία”. “Ίσα ομόρφυνες”, σου είπε. Και σ’ εμένα: “Ίσα πάχυνες”.
Εν τω μεταξύ, τα Τραπεζάκια πούλησαν εκατό χιλιάδες αντίτυπα μέσα στην πρώτη βδομάδα και συνέχιζαν. Γκραν σουξέ! Μήπως καβάλησα κανένα καλάμι και σ’ άφησα πίσω; Ένιωσες σαν να σ’ έφτυσα πάλι; Σιωπούσες. Καθόσουν αμίλητη και ρεμβαστική. Σε ρώτησα:
-Τι τρέχει;
-Τίποτα.
Σιωπή…
Εγώ γνώρισα μια κοπέλα απ’ τη δουλειά. Ωραία, χαρούμενη και με ταλέντο. Η κουβέντα μαζί της ήταν απόλαυση. Βγαίναμε και οι τρεις μας, αλλά εσύ πάντα δυσφορούσες. Κι από πού ξεφύτρωσε εκείνος ο φουσκωτός που μας κουβάλησες στην παρέα ένα βράδυ; Κάθε τρεις και λίγο “να πάρουμε μαζί μας και τον Μπομπ, είναι πολύ καλός για παρέα”. Μια άλλη φορά, σ’ ένα συνέδριο που ήμουν κοτζάμ ομιλητής, μου ήρθες καθυστερημένη:
-Άργησα; Τελειώσατε; Βρήκα τον Μπομπ στον δρόμο και τσιμπήσαμε κάτι έξω.
Ασορτί με τον άνεμο της Αλλαγής η Ασπούλα!
Επιστρατεύτηκαν κι όλες οι φιλενάδες. Μαζευόσασταν και “ψου, ψου, ψου” για τον Μπόμπο και “κακακά” τα γέλια. Με παίρνανε τηλέφωνο όλες μαζί: “Είπε η Άσπα δεν θα ‘ρθουμε στο πρώτο μέρος της παράστασης που το είχαμε πρόγραμμα, θα ‘ρθουμε στο διάλειμμα για το δεύτερο μέρος”. Πάει όμως το διάλειμμα, πάει και το δεύτερο μέρος, τέλειωσε και η παράσταση, κι ούτε Άσπα ούτε κολλητές. Μου τηλεφωνήσατε να σας βρω κατευθείαν στον “Ηριδανό”. Ήρθα και σας βλέπω γύρω γύρω απ΄τον Μπόμπο, εκείνος καμαρωτός κι αγέρωχος κι εσείς όλο χαριτωμενιές πια.
Εγκατέστησα τότε κι εγώ στις καθημερινές συναναστροφές μας τη χαρούμενη και ομιλητική συνάδελφο, που ήταν σοβαρή γυναίκα και μ’ άρεζε. Ήμαστε πάτσι. Ναι, αλλά ήμασταν με τα καλά μας; λες να τρέλανε και τους δυο μας το ΠΑΣΟΚ; Από ποια τρύπα θέλαμε να βγούμε; Από τι ήμασταν απόκληροι; Θέλησα να τα συζητήσουμε όλα αυτά. Τι μας συμβαίνει;
“Τίποτα”, μου απάντησες. Σιωπή πάλι. Αυτή η βουβαμάρα σου μου την έσπαγε τελείως ρε Άσπα. Καλά σε έλεγε “Μουγγοθόδωρο” η αδερφή σου όταν ήσασταν μικρές. Είμαι άνθρωπος του μπλα-μπλα. Άνθρωπος της αφήγησης, της εξομολόγησης. Ο μακαρίτης ο Ιωάννου έλεγε: “Η εξομολόγηση είναι μεγάλη παρηγοριά της ψυχής”. Δεν την αντέχω τη σιωπή σου, μωρό μου. Δεν αντέχω πια να είσαι ολόκληρη ένα αίνιγμα.
Έριξα μερικά ρούχα σε μια βαλίτσα και σε απαράτησα κι εσένα και τα καλά σου και το σπίτι. Έπιασα δωμάτιο στο ξενοδοχείο. Πέρασαν μήνες. Άλλες παρέες έκανα εγώ, άλλες εσύ. Δεν βλεπόμασταν. Μια φορά μόνο, που ήρθες ξαφνικά στο ξενοδοχείο και κάναμε έρωτα. Αλλά ήταν πολύ λυπημένο εκείνο το σμίξιμό μας, πουλάκι μου. Πολύ λυπημένο… Ύστερα πέρασαν πάλι μήνες. Και ξαφνικά ξυπνώ ένα πρωί και μου έλειπες φρικτά! Μου έλειπαν τα μάτια σου, μου έλειπε η φωνή σου. Ήσουν στο Πήλιο. Άρπαξα ένα ταξί μπροστά απ΄την πλατεία κι ήρθα κατευθείαν επάνω. Τα παιδιά ήταν στην κατασκήνωση του σχολείου τους, θυμάμαι. Τα είπαμε, τα ξομολογηθήκαμε, τρομάξαμε με τα ίδια μας τα λόγια, σπάσαμε ποτήρια, σπάσαμε πιάτα, ώσπου σπάσαμε κι εμείς οι ίδιοι, κι ανοίξαμε τις ψυχές μας επιτέλους μαζί με τις μελανιές τους.
Κοντεύουν σαράντα χρόνια από τότε. Και συνεχίζουμε εν πλω, κοιτώντας πίσω τον αφρό
Ώσπου η ζωή να βασιλέψει, εγώ θα σ’ αγαπώ».