
Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ, ο βραβευμένος με Όσκαρ ηθοποιός, σκηνοθέτης και ιδρυτής του Φεστιβάλ Σάντανς, έφυγε από τη ζωή στο σπίτι του στη Γιούτα σε ηλικία 89 ετών.
Σύμφωνα με τους New York Times ο ηθοποιός πέθανε στον ύπνο του.

Γνωστός για ταινίες όπως «Butch Cassidy and the Sundance Kid» (1969), «The Sting» (1973) και «All the President’s Men» (1976), καθιερώθηκε ως ένας από τους κορυφαίους ηθοποιούς του Χόλιγουντ. Σκηνοθέτησε επίσης το «Ordinary People» (1980), που του χάρισε το Όσκαρ καλύτερης σκηνοθεσίας.
Το 1981 ίδρυσε το Ινστιτούτο Σάντανς και αργότερα το ομώνυμο φεστιβάλ, το οποίο εξελίχθηκε σε κορυφαίο χώρο για ανεξάρτητο σινεμά και ανέδειξε σκηνοθέτες όπως οι Ταραντίνο και Σόντερμπεργκ.
Εκτός κινηματογράφου, υπήρξε παθιασμένος υπέρμαχος του περιβάλλοντος, αντιστεκόμενος σε έργα που απειλούσαν τα φυσικά τοπία της Γιούτα.
Με το χαμόγελο, τη γοητεία και την υπέροχη δουλειά του, ο Ρέντφορντ άφησε ανεξίτηλο αποτύπωμα στον αμερικανικό κινηματογράφο, τόσο ως σταρ όσο και ως δημιουργός και υπερασπιστής του ανεξάρτητου σινεμά.

Η ζωή του Ρόμπερτ Ρέντφορντ
Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ γεννήθηκε στη Σάντα Μόνικα της Καλιφόρνια στις 18 Αυγούστου 1936. Ο πατέρας του ξεκίνησε ως γαλατάς και αργότερα εργάστηκε ως λογιστής, ενώ η μητέρα του ήταν νοικοκυρά. Η βρετανική (αγγλική και σκωτσέζικη) αλλά και ιρλανδική καταγωγή της οικογένειάς του εξηγεί και το χαρακτηριστικό πυρόξανθο χρώμα των μαλλιών του. Στα σχολικά του χρόνια υπήρξε συμμαθητής του διάσημου αθλητή του μπέιζμπολ Ντον Ντράισντεϊλ. Συχνά, επιστρέφοντας από το σχολείο, σταματούσε έξω από τα στούντιο της Fox για να δει από κοντά γνωστούς ηθοποιούς της εποχής.

Η εφηβεία του σημαδεύτηκε από αταξίες: Mικροκλοπές, υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ και συμπεριφορές που του στέρησαν την ευκαιρία να διεκδικήσει υποτροφία για σπουδές. Παρ’ όλα αυτά, με το που τελείωσε το σχολείο, εξασφάλισε τελικά μια αθλητική υποτροφία (στο μπέιζμπολ) στο Πανεπιστήμιο του Κολοράντο, ενώ εργαζόταν παράλληλα ως σερβιτόρος.

Από τις πετρελαιοπηγές στην Καλιφόρνια στο Χόλυγουντ
Αργότερα, δούλεψε σε πετρελαιοπηγές στην Καλιφόρνια για να συγκεντρώσει χρήματα και να ταξιδέψει στην Ευρώπη, όπου έμεινε περίπου έναν χρόνο, κυρίως στο Παρίσι, ενώ φοίτησε και στη Σχολή Καλών Τεχνών της Φλωρεντίας. Οι αρνητικές κριτικές των καθηγητών τον ώθησαν να επιστρέψει στις ΗΠΑ. Σύντομα εγκαταστάθηκε στο Μπρούκλιν, όπου παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής στο Ινστιτούτο Pratt, αποκτώντας έναν έντονα μποέμικο τρόπο ζωής.
Η καθοριστική στροφή ήρθε όταν γράφτηκε στην Αμερικανική Ακαδημία Δραματικών Τεχνών στη Νέα Υόρκη, έπειτα από προτροπή φίλου του.
Στην πρώτη του ακρόαση εντυπωσίασε τους κριτές με τη φυσικότητα, τη φαντασία και το έμφυτο χάρισμά του. Από εκείνη τη στιγμή, η υποκριτική έγινε η μεγάλη του αγάπη και ο δρόμος που ακολούθησε στη ζωή του.