
Γράφει ο Σπύρος Θ. Σαπουνάς MD, Phd Ενδοκρινολόγος – Διαβητολόγος, Πρόεδρος ΕΟΦ
Τα τελευταία χρόνια, η ιατρική κοινότητα βρίσκεται μπροστά σε μια επανάσταση στη θεραπεία της παχυσαρκίας. Νέα φάρμακα, κυρίως ενέσιμα, εβδομαδιαίας χορήγησης, προσφέρουν σημαντική απώλεια βάρους και βελτίωση μεταβολικών δεικτών, αλλάζοντας την εικόνα της αντιμετώπισης μιας νόσου που μέχρι πρόσφατα στηριζόταν σχεδόν αποκλειστικά σε υγιεινοδιαιτητικές παρεμβάσεις. Όμως, όπως κάθε πρόοδος στην ιατρική, έτσι κι αυτή απαιτεί σωστή καθοδήγηση, επιστημονική τεκμηρίωση και υπεύθυνη χρήση.
Η παχυσαρκία δεν είναι θέμα προσωπικής αστοχίας. Είναι μια χρόνια νόσος με πολύπλοκη παθοφυσιολογία που συνδέεται με γενετικούς, ορμονικούς, περιβαλλοντικούς/επιγενετικούς και ψυχολογικούς παράγοντες. Η αναγνώρισή της ως χρόνια πάθηση από μεγάλους οργανισμούς υγείας, όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας και οι Αμερικανικές Ενδοκρινολογικές Εταιρείες, αποτέλεσε ένα σημαντικό βήμα για την ολιστική προσέγγισή της.
Τα νέα φάρμακα κατά της παχυσαρκίας βασίζονται κυρίως σε ανάλογα του GLP-1 (glucagon-like peptide-1), όπως η σεμαγλουτίδη και η λιραγλουτίδη, ενώ οι νεότεροι παράγοντες, όπως η τιρζεπατίδη, δρουν ταυτόχρονα και στους υποδοχείς GIP (glucose-dependent insulinotropic polypeptide). Αυτοί οι αγωνιστές μιμούνται τις φυσικές εντερικές ορμόνες που ρυθμίζουν την όρεξη, την πέψη και την απελευθέρωση ινσουλίνης.
Με απλά λόγια, αυτά τα φάρμακα:
• Μειώνουν την όρεξη και το αίσθημα πείνας, καθυστερώντας την κένωση του στομάχου και επηρεάζοντας τα σημεία κορεσμού στον εγκέφαλο.
• Βελτιώνουν τον γλυκαιμικό έλεγχο, κάτι που είναι εξαιρετικά χρήσιμο στους ασθενείς με διαβήτη τύπου 2.
• Συμβάλλουν στην απώλεια βάρους που μπορεί να φτάσει έως και 15–20% του αρχικού σωματικού βάρους, σύμφωνα με κλινικές μελέτες (π.χ. STEP, SURMOUNT).
Η αποτελεσματικότητα αυτών των φαρμάκων είναι τέτοια, ώστε σε πολλές περιπτώσεις να προσεγγίζει αυτή της βαριατρικής χειρουργικής — χωρίς όμως τα ρίσκα του χειρουργείου.
Τα φάρμακα αυτά ενδείκνυνται κυρίως:
• Σε άτομα με Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) ≥30 kg/m² (παχυσαρκία)
• Ή σε άτομα με ΔΜΣ ≥27 kg/m² και τουλάχιστον ένα σχετιζόμενο νόσημα (όπως σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, υπέρταση, υπνική άπνοια)
Δεν ενδείκνυνται για απώλεια βάρους σε άτομα με φυσιολογικό βάρος ή ως “αισθητική λύση”.
Οι αντενδείξεις περιλαμβάνουν ιστορικό παγκρεατίτιδας, υπερπλασία C-κυττάρων του θυρεοειδούς αδένα, ιστορικό μυελοειδούς καρκίνου θυρεοειδούς ή γενετικά σύνδρομα όπως MEN-2 (πολλαπλή ενδοκρινική νεοπλασία τύπου 2).
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες (ευτυχώς τις περισσότερες φορές ήπιες και παροδικές) περιλαμβάνουν:
• Γαστρεντερικά: ναυτία, εμετό, διάρροια ή δυσκοιλιότητα
• Πονοκέφαλο, κόπωση
• Σπάνια: υπογλυκαιμία (σε συνδυασμό με άλλα αντιδιαβητικά φάρμακα), χολολιθίαση, αυξημένα παγκρεατικά ένζυμα
Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι ο οργανισμός προσαρμόζεται γρήγορα και τα περισσότερα ενοχλήματα γίνονται ανεκτά μετά από 1-2 εβδομάδες.
Για τους λόγους αυτούς είναι σημαντική η ιατρική καθοδήγηση, η σταδιακή τιτλοποίηση της δόσης χορήγησης και η τακτική παρακολούθηση. Η εντυπωσιακή αποτελεσματικότητα αυτών των σκευασμάτων δεν σημαίνει ότι είναι «μαγικά φάρμακα». Η χορήγησή τους πρέπει να γίνεται υπό την επίβλεψη ιατρού – ιδανικά ενδοκρινολόγου ή άλλου εξειδικευμένου επαγγελματία υγείας – ο οποίος γνωρίζει πότε πρέπει να ξεκινήσει, πώς να παρακολουθεί την πορεία του ασθενούς, και πότε να διακόψει ή να τροποποιήσει τη θεραπεία.
Παράλληλα, είναι σημαντικό να ενσωματώνονται σε ένα συνολικό θεραπευτικό πλάνο που περιλαμβάνει διατροφική εκπαίδευση, σωματική άσκηση και ψυχολογική υποστήριξη. Η μακροχρόνια χρήση, οι πιθανές επιπλοκές και η ανάγκη προσαρμογής της δόσης απαιτούν ιατρική κρίση.
Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου άτομα προμηθεύονται τέτοια φάρμακα εκτός ιατρικού πλαισίου, χωρίς να πληρούν τις επίσημες ενδείξεις ή χωρίς την απαιτούμενη παρακολούθηση, γεγονός που εγκυμονεί κινδύνους.
Δύο ζητήματα που προβληματίζουν με τα φάρμακα αυτά είναι η μεγάλη απώλεια μυϊκής μάζας -μεγαλύτερη από τη συνηθισμένη απώλεια που βλέπουμε μετά από δίαιτα- και η επανάκτηση μέρους του βάρους με τη διακοπή της αγωγής. Εδώ οφείλει να παρεμβαίνει ο ειδικός ιατρός και να τονίζει την ανάγκη της αλλαγής του τρόπου ζωής και της υγιεινοδιαιτητικής παρέμβασης και να κατευθύνει τον ασθενή σωστά.
Η ευρεία διάδοση αυτών των φαρμάκων εγείρει ζητήματα ρύθμισης της κυκλοφορίας.
Οι ρυθμιστικοί φορείς πρέπει να διασφαλίσουν:
• την ορθή χρήση βάσει ενδείξεων
• την ισότιμη πρόσβαση για όσους τα έχουν πραγματικά ανάγκη
• την καταπολέμηση της παραπληροφόρησης και της ανεξέλεγκτης συνταγογράφησης
Η στενή συνεργασία μεταξύ ιατρών, φαρμακοποιών, φορέων υγείας και επιστημονικών εταιρειών είναι αναγκαία για την καθιέρωση ενιαίων θεραπευτικών πρωτοκόλλων και ασφαλών πρακτικών.
Η φαρμακευτική θεραπεία της παχυσαρκίας ανοίγει έναν νέο δρόμο ελπίδας για εκατομμύρια ανθρώπους. Η επιτυχία της εξαρτάται από την υπεύθυνη ιατρική καθοδήγηση, την εκπαίδευση των ασθενών και τη συνεχή επιστημονική επαγρύπνηση.
Η παχυσαρκία μπορεί να αντιμετωπιστεί πιο αποτελεσματικά από ποτέ – αλλά μόνο όταν προσεγγίζεται με σοβαρότητα, σεβασμό και επιστημονική ακρίβεια. Η ανεύθυνη χρήση των φαρμάκων αυτών μπορεί να θέσει σε κίνδυνο ανθρώπινες ζωές.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Η Φωνή της Ανατολικής Αττικής