Τα αισιόδοξα αποτελέσματα από τις διεθνείς εμβολιαστικές εκστρατείες είναι σημαντικά. Χώρες όπως η Βρετανία και το Ισραήλ, όπου η επιχείρηση εμβολιασμού έχει προχωρήσει με μεγάλες ταχύτητες, έχουν δώσει σημαντικά πορίσματα σχετικά με τη μείωση θανάτων και νοσηλειών από το εμβόλιο των Pfizer/BioNTech: έως και 80% λιγότερες νοσηλείες σύμφωνα με βρετανική προδημοσίευση και μείωση κατά 92% και 87% για σοβαρή νόσο και νοσηλεία αντίστοιχα, σύμφωνα με τα ισραηλινά δεδομένα.
Ωστόσο, το τοπίο δεν είναι ξεκάθαρο σχετικά με την αποτελεσματικότητα των εμβολίων έναντι της διασποράς του SARS-CoV-2. O Καθηγητής Ιατρικής, Δρ Paul Hunter, από το Πανεπιστήμιο της Ανατολικής Αγγλίας, εξηγεί γιατί συμβαίνει αυτό καθώς και τους λόγους που οι προσδοκίες παραμένουν μικρές.
Σύμφωνα με τον καθηγητή, η απάντηση βρίσκεται στον τύπο ανοσίας που προκαλείται από τα εμβόλια, τα οποία είναι σχεδιασμένα για να καταπολεμούν τη σοβαρή παρά ήπια νόσο.
Η πορεία του ιού στον οργανισμό και οι τύποι ανοσίας
Σε πρώτο στάδιο, ο κορονοϊός προσβάλλει συνήθως τους βλεννογόνους της μύτης και του λαιμού, οι οποίοι βρίσκονται στην πρώτη γραμμή άμυνας του οργανισμού έναντι ιογενών λοιμώξεων (ασυμπτωματική ή προ-συμπτωματική φάση). Ήπια συμπτώματα όπως βήχας και αλλοιώσεις στην όσφρηση ή τη γεύση ακολουθούν. Σε αυτή τη φάση με το ιικό φορτίο ιδιαιτέρως αυξημένο στο ρινικό βλεννογόνο, ο ασθενής είναι συνήθως πιο μεταδοτικός.
Αν η μόλυνση επεκταθεί μέσω των αναπνευστικών οδών στους πνεύμονες και σε άλλα όργανα προκαλώντας σοβαρές βλάβες, τότε η νόσος γίνεται σοβαρή και επικίνδυνη και πλέον πρόκειται για συστηματική (διάσπαρτη) λοίμωξη.
Ωστόσο, το ανοσοποιητικό σύστημα αποκρίνεται διαφορετικά στους δύο τύπους λοίμωξης. Στην περίπτωση της συστηματικής ανοσοαπόκρισης σε διάσπαρτη λοίμωξη ο οργανισμός παράγει τον τύπο αντισωμάτων IgG (ανοσοσφαιρίνη G), ενώ στην τοπική ανοσία των βλεννογόνων (εκκριτική ανοσία) τον τύπο IgA (ανοσοσφαιρίνη A). Έτσι τα υφιστάμενα εμβόλια έναντι της COVID-19 που εστιάζουν στην πρώτη, σπανίως προκαλούν και τη δεύτερη.
Για τον λόγο αυτό, υπογραμμίζει ο Δρ Hunter, η ελπίδα βρίσκεται στα εμβόλια υπό μορφήν ρινικών εκνεφωμάτων που διεγείρουν την ανοσολογική απόκριση στους βλεννογόνους το διάστημα και στα σημεία ακριβώς που το ιικό φορτίο είναι στο μέγιστο επίπεδο. Η εμπειρία από αντίστοιχα εμβόλια για άλλες νόσους έχει βέβαια δείξει βραχύβια ανοσία. Συνεπώς, σε περίπτωση ανάπτυξης αντίστοιχων κατά της COVID-19 θα είναι απαραίτητοι οι επαναληπτικοί εμβολιασμοί.
Στην πράξη τα στοιχεία σχετικά με τη διαφορετική ανοσοαπόκριση στην ασυμπτωματική και συστηματική λοίμωξη από τον νέο κορωνοϊό είναι ανεπαρκή, διευκρινίζει ο καθηγητής επικαλούμενος τρεις μελέτες.
Μια προδημοσίευση από την Υπηρεσία Δημόσιας Υγείας της Αγγίας (Public Health England) υπέδειξε ότι έξι εβδομάδες μετά την αρχική λοίμωξη, μερικοί ασθενείς επαναμολύνονται με ήπια ή καθόλου συμπτώματα (λοίμωξη βλεννογόνων). Κάτι τέτοιο συνεπάγεται αυξημένη συστηματική ανοσοαπόκριση που εμπόδισε τη διάσπαρτη λοίμωξη, αλλά όχι επαρκή τοπική ανοσία των βλεννογόνων.
Άλλη προκαταρκτική ανάλυση των δεδομένων από τη φάση κλινικών δοκιμών 3 για το εμβόλιο των AstraZeneca/Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, έδειξε ότι δύο εβδομάδες μετά τις δύο δόσεις -με χρονικό παράθυρο ίσο ή μεγαλύτερο των 12 εβδομάδων- τα κρούσματα μειώθηκαν κατά 67% και κατά 82% τα περιστατικά COVID-19. Δυναμική στη σχετική ανάλυση προσδίδουν οι συχνοί έλεγχοι που πραγματοποιήθηκαν στο δείγμα ασχέτως συμπτωμάτων.
Τέλος, αναφορικά με το εμβόλιο των Pfizer/BioNTech, έρευνα για τα στοιχεία από τον υφιστάμενο εμβολιασμό κατά της COVID-19 που δημοσιεύτηκε στο New England Journal of Medicine, διαπίστωσε ότι όλοι οι τύποι μόλυνσης μειώθηκαν κατά 92%, ενώ σύμφωνα με ανακοίνωση της βιο-φαρμακευτικής εταιρείας για το Ισραήλ, επετεύχθη ανοσία 94% έναντι της ασυμπτωματικής νόσου. Εντούτοις, αναφέρει ο καθηγητής, οι ελλιπείς έλεγχοι για κορωνοϊό στην πρώτη περίπτωση και η ασάφεια σχετικά με την ερευνητική διαδικασία στη δεύτερη κλονίζουν την αξιοπιστία τους.
Πράγματι, αμερικανική μελέτη συνέδεσε το εμβόλιο της αμερικανογερμανικής κοινοπραξίας με αποτελεσματικότητα 80% έναντι της ασυμπτωματικής νόσου μετά τις δύο δόσεις.
Εν κατακλείδι, αυτό που δεν πρέπει να παραμερίζεται, όπως επισημαίνεται από τον Δρ Hunter, είναι ότι ακόμη και αν τα εμβόλια δεν εμποδίσουν ολοκληρωτικά τη μετάδοση του ιού, δεν σημαίνει πως δεν θα συμβάλουν στον περιορισμό της χάρη στο μειωμένο ιικό φορτίο που θα έχουν οι εμβολιασθέντες μετά από μια πιθανή λοίμωξη.