«Δεν βλέπω να υπάρχει συνταγματικό κώλυμα για την αύξηση του ορίου εισόδου στη Βουλή κόμματος. Καταρχήν, ήδη το γεγονός ότι προβλέπεται ένα ποσοστό για να μπορέσει κανείς να συμμετάσχει στην κατανομή των εδρών και να βγάλει βουλευτή δεν θεωρήθηκε ποτέ αντισυνταγματικό. Διερωτώμαι λοιπόν γιατί η αύξηση του ορίου από το 3 στο 5% θα μπορούσε να δικαιολογηθεί αντισυνταγματική». Με αυτήν τη δήλωση, ο Αντώνης Μανιτάκης, πρώην υπουργός, ομότιμος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, απάντησε στο κατά πόσο είναι συνταγματικό, να αλλάξει το όριο του 3% για την είσοδο των κομμάτων στη Βουλή, μιλώντας στο Πρώτο Πρόγραμμα της ΕΡΤ.
«Πιστεύω ότι είναι συνταγματικό και δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Από τη στιγμή που έχουμε δεχθεί ότι είναι συνταγματικό, η ενισχυμένη αναλογική, από τη στιγμή που έχουμε δεχθεί ότι ακόμα και η πριμοδότηση με 30 ως 50 βουλευτές στο πρώτο κόμμα χάριν της κυβερνησιμότητας, το τονίζω, για να έχουμε κυβέρνηση, έχει γίνει αποδεκτό και λειτουργεί στην πράξη δεκαετίες τώρα και δεν έχει προκύψει κανένα θέμα της συνταγματικότητας με την επίκληση του επιχειρήματος της ισότητας, δεν βλέπω γιατί αυτή η αύξηση απλώς του ορίου από το 3 στο 5% παραβιάζει την αρχή της ισότητας και δεν την παραβιάζει ούτως ή άλλως το ποσοστό 3%» είπε αναλυτικά ο κ. Μανιτάκης.
Για το αν μια τέτοια τροπολογία θα μπορούσε να έχει ισχύ από την επόμενη Βουλή ή από τη μεθεπόμενη, όπως απαιτεί το Σύνταγμα όταν θίγεται το εκλογικό σύστημα, σύμφωνα με τον κ. Μανιτάκη, «δεν θίγεται το εκλογικό σύστημα και δεν νομίζω ότι χρειάζονται συνταγματικά 180 βουλευτές και 200 βουλευτές για να ισχύσει με την επόμενη εκλογική αναμέτρηση».
Ωστόσο, ο κ. Μανιτάκης υπογράμμισε πως για λόγους πολιτικούς και ηθικοπολιτικής, μια τέτοια αλλαγή χρειάζεται τη μεγαλύτερη δυνατή συναίνεση.
«Θεωρώ αδύνατον να ανακύψει οποιοδήποτε ζήτημα στον Άρειο Πάγο για τους Σπαρτιάτες»
Όπως είπε χαρακτηριστικά «πέρα από το τυπικό γράμμα του Συντάγματος, υπάρχει μια ηθικο-πολιτική που αναδύεται από το Σύνταγμα, έστω και αν δεν το λέει ρητά το Σύνταγμα, νομίζω ότι οι θεμελιώδεις αρχές του Συντάγματος και η λογική η δημοκρατική για μια τέτοια τροποποίηση επιβάλλει τη μεγαλύτερη δυνατή συναίνεση, διαφορετικά, θα ήταν πολιτικά άστοχη».
Η εν λόγω τροπολογία, πάντως, ανέφερε ο κ. Μανιτάκης, θα μπορούσε να αφορά και στις Ευρωεκλογές του 2024, καθώς αυτές γίνονται σύμφωνα με την εσωτερική εκλογική νομοθεσία των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως παραδείγματος χάρη μπορεί να αλλάξει το σταυρό προτίμησης, να τον καταργήσει και να επαναφέρει τη λίστα, δεν υπάρχει απαγόρευση ρητή από το Σύνταγμα.
Ερωτηθείς αν έχει κλείσει νομικά το θέμα των Σπαρτιατών, ο κ. Μανιτάκης, εξέφρασε την εκτίμηση, ότι αναμφίβολα θα γίνουν ενστάσεις και προσφυγές στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, για πολλούς και διάφορους λόγους. «Ενδεχομένως να κάνει προσφυγή και ο ίδιος ο Κασιδιάρης αν θέλει να πάει στην Ευρώπη, στο Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Μπορεί να το κάνει αυτό και να δείξει ότι δεν έχει σχέση με τους Σπαρτιάτες. Νομικά δεν πιστεύω ότι ο Άρειος Πάγος θα μπορούσε να ακυρώσει τώρα την εκλογή του κόμματος αυτού, τη συμμετοχή τους στην κατανομή των εδρών, για δύο λόγους κατά τη γνώμη μου. Ο ένας είναι ότι για να το κάνει θα πρέπει να έχει αδιάσειστα στοιχεία ότι είναι πραγματικός ηγέτης ο Κασιδιάρης. Πρέπει να έχει πειστήρια το Δικαστήριο. Δεν νομίζω ότι έχει τέτοια πειστήρια τώρα, που να αποδεικνύει πράγματι ότι ο Κασιδιάρης έχει ιδρύσει, είναι πραγματικός ηγέτης, αντικειμενικά κριτήρια. Και το δεύτερο είναι, όταν το κόμμα αυτό έχει επιτραπεί ήδη από τον Άρειο Πάγο σύμφωνα με τα τυπικά κριτήρια και τον τυπικό έλεγχο που κάνει ο Άρειος Πάγος, θα είναι πολύ δύσκολο να επικαλεστεί άλλα εκτός από αυτά τα έλαβε υπόψη του. Διότι την προηγούμενη φορά, πήγαν τα κριτήρια στην ανακήρυξη του κόμματος. Το τρίτο είναι, ότι αυτή τη στιγμή για να γίνει κάτι τέτοιο, για να διαπιστωθεί ότι παρανόμως συμμετέχει στην εκλογική διαδικασία το κόμμα αυτό, πρέπει να ξαναγίνουν εκλογές σε όλη τη χώρα. Άρα για λόγους νομικούς αλλά και πραγματικούς θεωρώ αδύνατον να ανακύψει οποιοδήποτε ζήτημα στον Άρειο Πάγο για τους Σπαρτιάτες» επισήμανε ο κ. Μανιτάκης.