Μετά τη Liberation, η Εύα Καϊλή παραχώρησε συνέντευξη και στην ιταλική Corriere, για χάρη της οποιάς, μάλιστα, φωτογραφήθηκε για πρώτη φορά και με την κόρη της, μετά την αποφυλάκισή της.
«Οι ομολογίες του Παντσέρι ελήφθησαν υπό πίεση, αλλά ποτέ δεν με ανέφερε. Δεν είμαι μεταξύ των ανθρώπων που ενέπλεξε. Ποτέ δεν σκέφτηκα να κάνω χρήση της βουλευτικής μου ασυλίας» είπε μεταξύ άλλων η Ελληνίδα ευρωβουλευτής, προσθέτοντας πως «αν είχα αναφέρει σημαντικά ονόματα, θα επέστρεφα στην κόρη μου… θα έπρεπε να πω ψέματα».
Σύμφωνα με την Corriere, η Καϊλή συνελήφθη πριν έξι μήνες στο Βέλγιο επειδή κατηγορήθηκε ότι συμμετείχε σε ένα σκάνδαλο διαφθοράς στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο που συνδεόταν με το Κατάρ και το Μαρόκο και του οποίου ηγείτο ο Αντόνιο Παντσέρι. «Παρά τις εξαιρετικά ασαφείς και αόριστες κατηγορίες που δεν εξηγούν ακόμη πώς, πότε και γιατί ακριβώς θα είχε λάβει τις δωροδοκίες, σε τέτοιο βαθμό που η τελική έκθεση της βελγικής αστυνομίας του Ιουλίου του 2022 αναφέρει ότι “δεν υπάρχουν στοιχεία που να λένε ότι ήταν μέρος της οργάνωσης”, πέρασε τέσσερις μήνες σε κελί και δύο σε κατ’ οίκον περιορισμό. Συνελήφθη επειδή κατά τη διάρκεια μιας εφόδου στις 9 Δεκεμβρίου ζήτησε από τον πατέρα της να πάρει μια βαλίτσα με 700.000 ευρώ σε μετρητά μέσα, τα οποία, σύμφωνα με τους δικαστές, ήταν τα χρήματα που είχε συγκεντρώσει με τον σύζυγό της, Φραντσέσκο Τζόρτζι. Το ζευγάρι υπερασπίστηκε αμέσως τον εαυτό του, δηλώνοντας ότι τα χρήματα ανήκαν στον πρώην ευρωβουλευτή Αντόνιο Παντσέρι. Η Καϊλή ανρούνταν πάντασθεναρά οποιαδήποτε ευθύνη. Εδώ και λίγες ημέρες είναι ελεύθερη» τονίζει η ιταλική εφημερίδα.
Οι ερωτήσεις της Corriere εστάλησαν στους δικηγόρους της Καϊλή πριν ο δικαστής Μισέλ Κλεζ της απαγορεύσει να κάνει δηλώσεις στον Τύπο, σε μια απόφαση που ακολούθησε την ανάκληση του κατ’ οίκον περιορισμού της και την αποφυλάκισή της.
«Αισθάνομαι πιο δυνατή. Εκτιμώ κάθε στιγμή με το κοριτσάκι μου περισσότερο, δεν μπορώ να σταματήσω να την κοιτάζω» είπε αρχικά, ενω αναφερόμενη στις συνθήκες κράτησης, είπε: «Αμέσως μετά τη σύλληψή μου, στο αστυνομικό τμήμα με έβαλαν σε απομόνωση σε ένα κελί με τα φώτα και την κάμερα παρακολούθησης πάντα αναμμένα, χωρίς τρεχούμενο νερό. Υπέφερα από το τσουχτερό κρύο γιατί μου έβγαλαν το παλτό. Ανησυχούσα για το παιδί μου, γιατί τις πρώτες μέρες δεν μου επιτρεπόταν να καλέσω δικηγόρο, ούτε την οικογένειά μου. Η φυλακή δεν αλλάζει αυτό που είμαστε. Ο Έλληνας δικηγόρος μου, Μιχάλης Δημητρακόπουλος, μου ζήτησε να μιλήσω, επειδή είχα τη σπάνια ευκαιρία να δω και να παρατηρήσω πώς αντιμετωπίζονται οι άνθρωποι στις φυλακές του Βελγίου. Αντί να κλείσουν τα σωφρονιστικά κέντρα και να μειωθεί η χρήση της προφυλάκισης, χτίζονται μεγαλύτερες φυλακές και οι παλιές φυλακές βρίσκονται σε απάνθρωπες συνθήκες και είναι υπερπλήρεις. Οι πιο ακραίες ποινές δεν οδηγούν σε δικαιότερη δικαιοσύνη».