Κάπως έτσι, πριν ακόμη γίνει καλά – καλά γνωστό το όνομα της, η Ρένα Κουμιώτη, που έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 82 ετών, αποτέλεσε κομμάτι της ιστορία του ελληνικού τραγουδιού. Η φωνή της, αυτή η υπέροχη φωνή, που συνδύαζε μοναδικά τη λαϊκότητα και το συναίσθημα, βρήκε, από νωρίς, τον ιδανικό «Δρόμο» για θα φθάσει στον κόσμο. Κι εκείνος την αγκάλιασε αμέσως χαρίζοντάς της μια θέση ανάμεσα στους κορυφαίους ερμηνευτές της εποχής του Νέου Κύματος.
Δεν θα μπορούσε να υπάρξει μεγαλύτερη τύχη για το κορίτσι εκείνο που γεννήθηκε στη Νέα Ιωνία και μεγάλωσε στην Κοκκινιά χωρίς μητέρα, την οποία έχασε όταν ήταν μόλις 7 ετών. Οι προσωπικές τραγωδίες, που στιγμάτισαν τη ζωή της, ήρθαν πολύ νωρίς. Ο πατέρας της και η γιαγιά της έκαναν ότι μπορούσαν για καλύψουν το μεγάλο, το δυσαναπλήρωτο κενό της μάνας. Μεγάλωσαν την ίδια και τα δύο αδέλφια της με λίγες ανέσεις αλλά με πολλή αγάπη.
Στο σχολείο η μικρή Ρένα συνειδητοποίησε πως τραγουδούσε σωστά. Καμιά φορά, μάλιστα, έπαιρνε μια βούρτσα, την «βάφτιζε» μικρόφωνο και στηνόταν μπροστά στον καθρέφτη τραγουδώντας. Μια ακατανίκητη δύναμη την οδηγούσε από τότε σε αυτό για το οποίο ήταν γεννημένη, το τραγούδι.
Η πρώτη της ευκαιρία ήρθε μέσω ενός φίλου της, εργαζόμενη στην Finos Film, ο οποίος τη σύστησε στον Τάσο Σχορέλη που επέλεγε νέες φωνές και τους έδινε την ευκαιρία να τραγουδήσουν μπροστά σε κοινό. Η δική της πρώτη ευκαιρία, ήταν η «Απανεμιά», στην Πλάκα, εκεί όπου την ανακάλυψαν οι δημιουργοί του «Δρόμου». Πέρα από την τεράστια επιτυχία του δίσκου, ο οποίος έχει ξεπεράσει τα 3 εκατομμύρια πωλήσεις, ο «Δρόμος» έγινε και μουσική παράσταση, το 1970, στο θέατρο «Κατίνα Παξινού». Η επιτυχία ήταν τεράστια, ο κόσμος σχημάτιζε ουρές κάθε βράδυ την ίδια στιγμή που η λογοκρισία της Χούντας απαγόρευε από την Κρατική Ραδιοφωνία να παίζει το «Άγαλμα» και το «Ξημερώνει Κυριακή».
Την ίδια περίοδο εμφανίζεται στα μεγαλύτερα νυχτερινά κέντρα της εποχής, από την «Αθηναία» και τα «Δειλινά» μέχρι τη «Φαντασία» και το «Can Can» και συνεργάζεται με σπουδαία ονόματα του ελληνικού τραγουδιού μεταξύ των οποίων ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο Γιώργος Ζαμπέτας, ο Στράτος Διονυσίου, ο Σταμάτης Κόκοτας, ο Γιάννης Πουλόπουλος, ο Λευτέρης Μυτιληναίος, ο Γιώργος Νταλάρας.
Στα μέσα της δεκαετίας του 70, έχοντας κάνει ήδη έναν γάμο ο οποίος δεν θα μακροημερεύσει, γνωρίζει στον Καναδά, όπου έχει πάει για να τραγουδήσει, τον δεύτερο σύζυγό της. Θα μείνει εκεί για μια ολόκληρη σχεδόν δεκαετία για να επιστρέψει, το 1983, εκεί όπου ξεκίνησαν όλα, στην Πλάκα, στη θρυλική μπουάτ «Ζυγός», και να τραγουδήσει, για μία ακόμη φορά με το ερμηνευτικό άλτερ έγκο της, τον μοναδικό Γιάννη Πουλόπουλο.
Ωστόσο, παρότι η τύχη τής χαμογέλασε στα επαγγελματικά της, δεν συνέβη το ίδιο και με την προσωπική της ζωή. Γιατί εκτός από την πρόωρη απώλεια της μητέρας της, έμελλε να βιώσει, πριν λίγα χρόνια, και τον ανείπωτο πόνο της μάνας που χάνει το παιδί της όταν ο πρωτότοκος γιος της έφυγε ξαφνικά από τη ζωή μετά από ανακοπή καρδιάς που υπέστη. Κάπου εκεί φαίνεται να «σταμάτησαν του ρολογιού οι δείχτες» για την ερμηνεύτρια με τη φωνή που κουβαλούσε, διαχρονικά, δωρικότητα, γλύκα αλλά και μια μόνιμη αόρατη μελαγχολία.