Το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών με τρεις αποφάσεις του διέγραψε τους καταλογισμούς των 300 εκατ. ευρώ που είχε κάνει το Κέντρο Φορολογουμένων Μεγάλου Πλούτου (ΚΕΦΟΜΕΠ), λόγω αντισυνταγματικότητας των ενεργειών των φορολογικών οργάνων (έκδοση καταλογιστικών πράξεων) και άφησε μόνο περίπου 4,5 εκατ. ευρώ σε εκκρεμότητα. Τώρα οι κληρονόμοι του επιχειρηματία προσφεύγουν στο Συμβούλιο της Επικρατείας, ζητώντας να διαγραφούν και τα υπόλοιπα 4,5 εκατ. ευρώ που τους έχουν καταλογιστεί. Στο σημείο αυτό να αναφερθεί πως μέχρι στιγμής παραμένουν άγνωστα τα περιουσιακά στοιχεία και το ρευστό που άφησε ο αποβιώσας Α. Βγενόπουλος.
Το Δημόσιο με βάση την απόφαση του ΚΕΦΟΜΕΠ, που του καταλόγισε φοροδιαφυγή 300 εκατ. ευρώ, κατέσχεσε τα δύο σπίτια του στην Εκάλη και το κτήμα των 1.200 στρεμμάτων με βίλα στην Πάρνηθα, μια έκταση στην οποία υπάρχει και μία λίμνη. Κατέσχεσε επίσης τις καταθέσεις του που υπήρχαν στους προσωπικούς του λογαριασμούς σε ελληνικές τράπεζες, ενώ το σκάφος του δεν μπορούσαν να το κατασχέσουν γιατί ανήκε σε εταιρεία του εξωτερικού. Με βάση την τωρινή απόφαση, θα πρέπει να αρθούν οι κατασχέσεις εφόσον η αξία των κατασχεμένων υπερβαίνει τα 4,5 εκατ. που είναι το πρόστιμο που έκανε δεκτό το Διοικητικό Δικαστήριο και μέχρι την απόφαση επί της προσφυγής για την ακύρωσή του στο ΣτΕ.
Οσον αφορά άλλες ενδεχόμενες καταθέσεις και περιουσιακά στοιχεία του εκλιπόντος στο εξωτερικό, σύμφωνα με πληροφορίες, το Δημόσιο δεν μπορεί να έχει πρόσβαση γιατί πρόκειται για κάποιο καταπίστευμα στην Ελβετία που δεν είναι στο όνομα του Α. Βγενόπουλου.
Η σφοδρή αντιδικία μεταξύ του υπουργείου Οικονομικών και του Ανδρέα Βγενόπουλου ξεκίνησε μεσούσης της διαμάχης του αποβιώσαντος επιχειρηματία με την πρώην πρόεδρο του Αρείου Πάγου Βασιλική Θάνου.
Ο επιχειρηματίας τον Μάιο του 2016 είχε καταθέσει στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών μήνυση κατά της κυρίας Θάνου. Οπως υποστήριζε ο Ανδρέας Βγενόπουλος, η μήνυση αφορούσε τα αδικήματα της «δωροληψίας δικαστικού λειτουργού, της απόπειρας εκβίασης, της παράβασης καθήκοντος και της εμπορίας επιρροής», από το έτος 2014 και μετά. Σύμφωνα, τον επιχειρηματία «του ζητήθηκε να τοποθετήσει χαρτονομίσματα μέσα σε βιβλίο και να το παραδώσει σε φίλη της κυρίας Θάνου, ενώ στη συνέχεια του ζητήθηκε ολόκληρη βιβλιοθήκη».
Ηχητικό για εκβιασμούς
Η υπόθεση αυτή αναβίωσε και πάλι τον περασμένο Φεβρουάριο όταν το σάιτ iefimerida παρουσίασε ηχητικό ντοκουμέντο το οποίο σχετιζόταν με τον εκβιασμό που είχε δεχτεί από την κυρία Θάνου ο επιχειρηματίας -όπως ισχυριζόταν- και το είχε καταγγείλει το 2016. Τον περασμένο Φεβρουάριο η δικογραφία ανασύρθηκε από το αρχείο, αλλά έκτοτε η υπόθεση είναι εκκρεμής.
Από φορολογικής σκοπιάς το 2016, δηλαδή το διάστημα της διένεξης Βγενόπουλου – Θάνου, με παραγγελία του εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος δόθηκε εντολή μερικού ελέγχου από τον προϊστάμενο του ΚΕΦΟΜΕΠ (30.5.2016) στον επιχειρηματία. Η παραγγελία συνοδευόταν από CD, το οποίο περιείχε τα δεδομένα των τραπεζικών λογαριασμών κ.λπ. του επιχειρηματία, της περιόδου από 19.11.2001 έως 31.12.2012. Στη συνέχεια επεκτάθηκε ο έλεγχος και για ένα έτος ακόμα, δηλαδή στο 2013. Κατά τον έλεγχο ζητήθηκε να διευκρινιστούν 653 κινήσεις σε τραπεζικούς λογαριασμούς που διατηρούσε ο επιχειρηματίας στην Ελλάδα, ενώ ζητήθηκαν οι κινήσεις των λογαριασμών που τηρούσε στην Επενδυτική Τράπεζα της Ελλάδος, οι οποίες δεν περιλαμβάνονταν στο επίμαχο CD.
Επίσης, ζητήθηκαν συμπληρωματικά στοιχεία για τις φορολογικές κινήσεις της δικηγορικής εταιρείας που είχε (Βγενόπουλος και Συνεργάτες). Ακόμη, ζητήθηκαν οι κινήσεις λογαριασμών της ναυτιλιακής εταιρείας Bariba Corporation, οι κινήσεις από τον ατομικό λογαριασμό που διατηρούσε στην τράπεζα του Λονδίνου Union Bancaire Privee, από τον λογαριασμό που είχε στην Εγνατία Τράπεζα, όπως και κινήσεις (αναλήψεις-καταθέσεις-μεταφορές χρηματικών ποσών) από άλλα τραπεζικά ιδρύματα του εξωτερικού.
Από τον έλεγχο προέκυψαν οικονομικές «τρύπες» και αναντιστοιχίες, όπως είναι, μεταξύ των άλλων, ότι δεν αποδείχτηκε η πηγή ή η αιτία προέλευσης του ποσού των 126.823.334 ευρώ που αφορά πιστώσεις οι οποίες προέκυψαν από τράπεζες της ημεδαπής. Δεν αποδείχτηκε επίσης η πηγή τριών ποσών, των 150.000, 100.000 και 50.000 ευρώ, που είχαν μεταφερθεί στον ατομικό λογαριασμό 002-20…81, που διατηρούσε στην τράπεζα Union Bancaire Privee και χωρίς να υπάρχει αναγραφή του λογαριασμού προέλευσης των πιστώσεων. Στην ίδια τράπεζα του Λονδίνου είχαν μεταφερθεί επίσης 1.000.000 ευρώ, χωρίς να αναγράφεται ο λογαριασμός της προέλευσης της πίστωσης.
Ούτε για τρεις πιστώσεις στην Εγνατία Τράπεζα, ύψους 2,5 εκατ. ευρώ, που αφορούσαν εισερχόμενες εντολές της εταιρείας Dande Holdings S.A. με έδρα το εξωτερικό (που τηρούνταν στην τράπεζα UBP) προέκυψε η αιτία καταβολής τους.
Από τον έλεγχο θεωρήθηκαν, παράλληλα, μη δικαιολογημένες 6 πιστώσεις ύψους 1.500.490 ευρώ που έγιναν στον κοινό λογαριασμό που διατηρούσε ο επιχειρηματίας με τη σύζυγό του Αρετή Σουβατζόγλου στην τράπεζα Union Bancaire Privee. Οι 6 αυτές πιστώσεις έγιναν από μεταφορά (transfer) χωρίς να αναγράφεται ο λογαριασμός προέλευσης.
Ετσι, οι φορολογικές αρχές ζήτησαν από τον επιχειρηματία να δώσει εξηγήσεις για τις «μαύρες τρύπες» της 11ετίας 2003 έως 2013. Παράλληλα, όμως, ο ιδρυτής του ομίλου Marfin Investment Group ανέθεσε στον δικηγόρο Ευστάθιο Μπακάλη να κινήσει τις νόμιμες διαδικασίες στα Διοικητικά Δικαστήρια εις βάρος του Δημοσίου, σε περίπτωση που το ΚΕΦΟΜΕΠ εξέδιδε εις βάρος του οριστικές καταλογιστικές πράξεις, ζητώντας του να καταβάλει διαφορές φόρου κ.λπ. Ενώ έτρεχε η προθεσμία που είχε ο επιχειρηματίας για να καταθέσει τις αντιρρήσεις-απόψεις του στις φορολογικές αρχές, τέσσερις ημέρες πριν εκπνεύσει η προθεσμία, σε ηλικία 63 ετών, απεβίωσε στις 5 Νοεμβρίου 2016 από καρδιακή ανακοπή.
Κληρονόμοι του αποβιώσαντος επιχειρηματία κατέστησαν η δεύτερη σύζυγός του Αρετή (Ρίτα) Σουβατζόγλου, ο γιος του Φίλιππος από τον πρώτο του γάμο, η κόρη του Μελίνα, από τη σχέση του με τη Βρετανίδα Τζιλ Μπεντ. Η σύζυγος του Ανδρέα Βγενόπουλου κατέστη κληρονόμος κατά ποσοστό 1/4 της περιουσίας του και κατά ποσοστό 3/8 το καθένα από τα δύο παιδιά του. Στις φορολογικές αρχές επικράτησε προβληματισμός για το αν μπορούν μετά τον θάνατο του Ανδρέα Βγενόπουλου να προβούν ή όχι σε καταλογισμό εις βάρος των κληρονόμων του. Τελικά, μετά από ένα διάστημα αδράνειας οι φορολογικές αρχές εξέδωσαν καταλογιστικές πράξεις ύψους περίπου 300 εκατ. ευρώ εις βάρος των τριών κληρονόμων. Οι πράξεις αυτές αφορούσαν διαφορές κύριου φόρου, πρόσθετο φόρο, πρόσθετη εισφορά ανακρίβειας έως το 120% του κύριου φόρου, έκτακτη εισφορά και ειδική εισφορά αλληλεγγύης.
Ωστόσο, οι κληρονόμοι το 2017 κατέθεσαν στον προϊστάμενο της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) ενδικοφανή προσφυγή, όπως λέγεται στη νομική επιστήμη, δηλαδή αμφισβήτησαν τις καταλογιστικές πράξεις της φορολογικής αρχής, χωρίς ωστόσο να λάβουν ποτέ απάντηση.
Στη συνέχεια η σύζυγος και τα παιδιά ζήτησαν να τοποθετηθεί εκκαθαριστής της κληρονομικής περιουσίας του αποβιώσαντος επιχειρηματία και τον Σεπτέμβριο του 2018 το Ειρηνοδικείο Αμαρουσίου διόρισε δικηγόρο εκκαθαριστή. Στο μεταξύ, η εντολή που είχε δώσει εν ζωή ο επιχειρηματίας στον δικηγόρο κ. Μπακάλη υλοποιήθηκε και εκπροσωπώντας και τους τρεις κληρονόμους κατάθεσε αιτήσεις στα Διοικητικά Δικαστήρια της Αθήνας κατά της άρνησης της ΑΑΔΕ να απαντήσει στην ενδικοφανή προσφυγή και κατά των καταλογιστικών πράξεων.
Εκκρεμότητα
Από το Διοικητικό Εφετείο της Αθήνας οι τρεις κληρονόμοι δικαιώθηκαν εν μέρει, καθώς διαγράφηκε από τις αξιώσεις του Δημοσίου το μεγαλύτερο μέρος τους. Οι διοικητικοί εφέτες από τα 300 εκατ. ευρώ που είχε καταλογίσει το Κέντρο Φορολογουμένων Μεγάλου Πλούτου άφησαν σε εκκρεμότητα μόνο περίπου 4,5 εκατ. ευρώ, συν τις προσαυξήσεις.
Το Εφετείο κατ’ αρχάς έκρινε αντισυνταγματική τη διαδικασία που τήρησαν οι φορολογικές αρχές μετά τον θάνατο του Ανδρέα Βγενόπουλου. Και αυτό γιατί, αφού πάγωσαν τον έλεγχο για ένα περίπου έτος, επανήλθαν και καταλόγισαν τα ποσά των φορολογικών διαφορών στους κληρονόμους, χωρίς όμως προηγουμένως να τους καλέσουν σε ακρόαση προκειμένου να εκθέσουν τις απόψεις τους. Κατά συνέπεια παραβιάστηκε το άρθρο 20 του Συντάγματος που καθιερώνει το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης του ενδιαφερομένου για κάθε διοικητική ενέργεια ή μέτρο που λαμβάνεται εις βάρος των δικαιωμάτων ή συμφερόντων του.
Την ίδια στιγμή το Διοικητικό Εφετείο, ακολουθώντας τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας (νομολογία), έκρινε ότι «η διάταξη νόμου περί παρατάσεως χρόνου παραγραφής φορολογικών αξιώσεων, οι οποίες ανάγονται σε ημερολογιακό έτος προγενέστερο του προηγουμένου της δημοσιεύσεως του νόμου αυτού έτους, είναι ανίσχυρη ως αντικείμενη στην απορρέουσα από την αρχή του κράτους δικαίου αρχή της ασφάλειας δικαίου και στις εξειδικεύουσες αυτήν ειδικώς στο φορολογικό δίκαιο συνταγματικές διατάξεις του άρθρου 78».
Ορισμένες αξιώσεις της φορολογικής αρχής, σύμφωνα με τις εφετειακές αποφάσεις, έχουν υποπέσει σε παραγραφή λόγω παρέλευσης της πενταετίας. Οι διοικητικοί δικαστές επανέλαβαν τις αποφάσεις του ΣτΕ, που έχουν κρίνει ότι «δεν αποτελούν συμπληρωματικά στοιχεία εκείνα τα οποία είτε είχαν περιέλθει σε γνώση της φορολογικής αρχής εντός της προβλεπόμενης στην παράγραφο 1 του άρθρου 84 πενταετίας και αγνοήθηκαν ή δεν ελήφθησαν προσηκόντως υπόψη από αυτήν, καθώς η φορολογική αρχή όφειλε να έχει λάβει γνώση τους, εντός της ίδιας πενταετίας, εάν είχε επιδείξει τη δέουσα επιμέλεια, ήτοι εάν είχε λάβει τα προσήκοντα μέτρα ελέγχου και έρευνας, που προβλέπονται στον νόμο».
Κατόπιν αυτών, το Διοικητικό Εφετείο με τις αποφάσεις του δέχθηκε εν μέρει τις θέσεις των κληρονόμων και ακύρωσε οριστικές πράξεις διορθωτικού προσδιορισμού του προϊσταμένου του ΚΕΦΟΜΕΠ, που αφορούσαν:
■ φόρο εισοδήματος
■ έκτακτη εισφορά φυσικών προσώπων
■ ειδική εισφορά αλληλεγγύης.
Με τις ίδιες αποφάσεις το Εφετείο μεταρρυθμίζει απόφαση του προϊσταμένου του ΚΕΦΟΜΕΠ, κατά το σκέλος που αφορά την οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος του Ανδρέα Βγενόπουλου, του οικονομικού έτους 2008 από τα 57 εκατ. ευρώ (πλέον των προσαυξήσεων) στο ποσό των 150.000 ευρώ.
Τέλος, το Εφετείο ακύρωσε την επιβολή πρόσθετου φόρου για ορισμένα οικονομικά έτη και αντί αυτού επέβαλε πρόστιμο ανακριβούς δήλωσης και τόκους εκπρόθεσμης καταβολής.
Μετά τις εφετειακές αυτές αποφάσεις απέμεινε σε εκκρεμότητα ένα ποσό της τάξεως των 4,5 εκατ. ευρώ περίπου, συν τις νόμιμες προσαυξήσεις.
Τώρα, ο εκκαθαριστής της κληρονομιάς του Ανδρέα Βγενόπουλου προσέφυγε στο ΣτΕ και ζητάει να ακυρωθούν οι τρεις εφετειακές αποφάσεις, ως προς το σκέλος εκείνο που εγκρίνουν την υποχρέωση καταβολής του ποσού των 4,5 εκατ. ευρώ από την πλευρά των κληρονόμων. Επικαλείται, μεταξύ άλλων, αντισυνταγματικότητα των απομεινάντων πράξεων καταλογισμού, καθώς δεν προηγήθηκε ακρόαση των κληρονόμων πριν την έκδοσή τους και δεν τηρήθηκαν οι προβλεπόμενες προθεσμίες.