Ο Κώστας Ταχτσής, συγγραφέας του εμβληματικού μυθιστορήματος «Το τρίτο στεφάνι», που τάραξε τα «νερά» της ελληνικής λογοτεχνίας, είχε ζήσει μια ζωή περιπετειώδη, απενοχοποιημένη, χωρίς συμβιβασμούς. Κυκλοφορούσε με την ίδια άνεση στα «σαλόνια» της καλής κοινωνίας, αλλά και στους κακόφημους δρόμους, στα όρια της επικινδυνότητας.
Γεννημένος στη Θεσσαλονίκη, από οικογένεια που διαλύθηκε όταν εκείνος ήταν μόλις 7 χρόνων, μεγάλωσε στην Αθήνα με τη γιαγιά του, που τον έντυνε με γυναικεία ρούχα και του συμπεριφερόταν σαν να ήταν κορίτσι. Ήταν ομοφυλόφιλος και δεν το αρνήθηκε ποτέ, κάνοντας ακόμη και πιάτσα στη λεωφόρο Συγγρού, ίσως για να εκδικηθεί τη μητέρα του, την οποία θεωρούσε αποκλειστικά υπεύθυνη για την ιδιαιτερότητά του. «Ας μη με είχες πετάξει, για να μη γίνω έτσι. Ας με είχες κρατήσει κοντά σου και ας με είχες κάνει μανάβη, να δουλεύω να σας ζω», απαντούσε όταν εκείνη τον έβριζε και τον καταριόταν…
Έκανε διάφορες δουλειές όταν άφησε στη μέση τη Νομική, από στρατιωτικός μέχρι βοηθός σκηνοθέτη και γύρισε όλο τον κόσμο, πριν από τις πρώτες ποιητικές απόπειρες, που πέρασαν αδιάφορες. Μέχρι που το 1963 ήρθε «Το τρίτο στεφάνι», το οποίο εξέδωσε πουλώντας ό,τι είχε και δεν είχε για να βγάλει τα έξοδα. Ο Κώστας Ταχτσής έγινε το «μαύρο πρόβατο», καθώς το σινάφι του δυσκολευόταν να αποδεχθεί ότι ένας «περιθωριακός» συγγραφέας, χωρίς περγαμηνές έως τότε, είχε κάνει τόσο μεγάλη επιτυχία. Παράλληλα δεν απαρνήθηκε τη φύση του, φτάνοντας σε σημείο να τσακώνεται με τις τραβεστί στις πιάτσες της Συγγρού, όπου πήγαινε ντυμένος ανάλογα…
Ήταν απόγευμα Σαββάτου, 27 Αυγούστου 1988. Η αδελφή του Κώστα Ταχτσή, Ελπίδα Αρτέμη, του τηλεφωνούσε από νωρίς, αλλά δεν έπαιρνε απάντηση και αποφάσισε να πάει στο σπίτι του, στην οδό Τιρνάβου 26 στον Κολωνό. Χτύπησε το κουδούνι της μονοκατοικίας, αλλά δεν απάντησε κανείς. Με το κλειδί που της είχε δώσει ο ίδιος, μπήκε στο διαμέρισμα και «πάγωσε». Ο συγγραφέας ήταν νεκρός, γυμνός πάνω στο κρεβάτι, με αίματα στο κεφάλι. Το σπίτι ήταν άνω – κάτω, όλα τα φώτα αναμμένα και το κλιματιστικό σε λειτουργία. Η ντουλάπα ήταν ανοιχτή και πολλά ρούχα, ανδρικά αλλά και γυναικεία, ήταν πεταμένα στο πάτωμα, το ίδιο και πολλά συρτάρια.
Η γυναίκα ειδοποίησε την Αστυνομία και λίγο αργότερα έφταναν στον Κολωνό αξιωματικοί της Ασφάλειας, της Σήμανσης και ο ιατροδικαστής Χαράλαμπος Σταμούλης. «Στραγγαλισμός με τα χέρια», που είχε σημειωθεί πριν από δύο 24ωρα, απεφάνθη λίγες ώρες αργότερα στο νεκροτομείο. Όπως διαπιστώθηκε, το μοιραίο βράδυ ο Κώστας Ταχτσής ήταν μεθυσμένος, γι αυτό και στο πτώμα του δεν εντοπίστηκαν ίχνη πάλης. Βρέθηκε στο έλεος του φονιά του, χωρίς να προβάλει την παραμικρή αντίσταση. Την επόμενη ημέρα στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών τον αποχαιρέτησαν η υπουργός Πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη και πλήθος κόσμου, ενώ το φέρετρό του μετέφεραν, μεταξύ άλλων, ο Αλέκος Φασιανός και ο Διονύσης Σαββόπουλος.
Το σκηνικό στο διαμέρισμα οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι κίνητρο του εγκλήματος ήταν η ληστεία. Ο δράστης είχε αρπάξει ένα βίντεο, έναν αυτόματο τηλεφωνητή και μια φωτογραφική μηχανή, αλλά όχι και τις 5.500 δραχμές που ο συγγραφέας είχε στην τσέπη του παντελονιού του και αυτό ήταν ένα μεγάλο ερώτημα. Οι αστυνομικοί ξεχύθηκαν στους δρόμους όπου σύχναζε τις νύχτες ο συγγραφέας του «Τρίτου Στεφανιού», για να συγκεντρώσουν πληροφορίες και εξέτασαν δεκάδες μάρτυρες για να ρίξουν φως στην υπόθεση.
Οι γείτονες κατέθεσαν ότι στο σπίτι του συγγραφέα μπαινόβγαιναν διάφοροι άνδρες, εφήμεροι ερωτικοί σύντροφοι που έβρισκε στην Ομόνοια, την πλατεία Κουμουνδούρου και την πλατεία Βάθη. Ο ίδιος ντυνόταν συχνά με γυναικεία ρούχα και με τις επιλογές του, που δεν έκρυψε ποτέ, προκαλούσε όχι μόνο την κοινή γνώμη, αλλά και την ίδια την τύχη του. Επρόκειτο άραγε για ληστεία από κάποιο νεαρό, ο οποίος αρκέστηκε στα λίγα αντικείμενα που βρήκε, επειδή δεν μπορούσε να εκτιμήσει την αξία των έργων τέχνης που είχε ο συγγραφέας στο σπίτι; Ήταν ατύχημα που συνέβη κατά τη σεξουαλική πράξη; Τον σκότωσε ο τελευταίος εραστής του, όταν κατάλαβε ότι ήταν στο κρεβάτι με έναν άνδρα και όχι με γυναίκα; Ή η δολοφονία του σχετιζόταν με το βιβλίο που ετοίμαζε, με αποκαλύψεις για πρόσωπα και πράγματα από τους κοσμικούς κύκλους;
Τα τρία πρώτα ερωτήματα ήταν δύσκολο να απαντηθούν, καθώς ο 61χρονος συγγραφέας διατηρούσε έναν τεράστιο κύκλο γνωριμιών, ενώ δεν βρέθηκαν και αξιοποιήσιμα δακτυλικά αποτυπώματα στο σπίτι. Το τελευταίο σενάριο υποστήριξε από την πρώτη στιγμή η αδελφή του Κώστα Ταχτσή, η οποία αποκάλυψε ότι λίγους μήνες πριν βρεθεί νεκρός είχε γράψει στο προσωπικό του ημερολόγιο τη φράση «δεν πρέπει να λέω σε κανέναν τι πρόκειται να γράψω». Όπως είπε η Ελπίδα Αρτέμη στους αστυνομικούς της Ασφάλειας, «ίσως κάποιος θιγόταν από το βιβλίο και ήθελε να τον βγάλει απ’ τη μέση, σκηνοθετώντας ληστεία».
Ο Κώστας Ταχτσής άφησε πίσω του ημιτελή την προφητική αυτοβιογραφία του «Το φοβερό βήμα». Εκεί πρόλαβε να πει τα πάντα για τον εαυτό του, αλλά όχι «για όλους και για όλα», όπως διαλαλούσε ότι θα κάνει μέσα από το βιβλίο του, στο οποίο «φωτογραφίζονταν» πρόσωπα της υψηλής κοινωνίας με όχι και τόσο κολακευτικό τρόπο. Ο ίδιος είχε διαβάσει αποσπάσματα σε μια φίλη του και στην εκδότρια του «Εξάντα», Μάγδα Κοτζιά, αλλά στο σπίτι δεν βρέθηκαν δακτυλογραφημένα κείμενα. Η δολοφονία του παρέμεινε ανεξιχνίαστη, καθώς ο καλοντυμένος τριαντάρης με το μουστάκι, ο τελευταίος άνθρωπος που μπήκε εκείνη τη νύχτα στη μονοκατοικία του Κολωνού, δεν εντοπίστηκε ποτέ…
Πηγή: astinomiko.gr