Στη νέα ευρεία μελέτη υπό τον τίτλο «Η οδυνηρή δεκαετία ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΕΠΑΛΛΗΛΕΣ ΚΡΙΣΕΙΣ» της πανεπιστημιακού, αντιπροέδρου της Ελληνικής Εταιρείας Δημογραφικών Μελετών και μέλους της Ακαδημίας Επιστημών της Νέας Υόρκης, νομικού και δημογράφου Ήρας Έμκε – Πουλοπούλου, που παρουσιάζει σε προδημοσίευση το ΑΠΕ-ΜΠΕ, το κεφάλαιο «παιδιά και νέοι της Ελλάδας», δηλαδή το μέλλον της χώρας, έχει την τιμητική του.
Όπως ήταν αναμενόμενο, η μακρά περίοδος της οικονομικής κρίσης, που καταπόντισε το βιοτικό επίπεδο των οικογενειών με την έτσι κι αλλιώς ισχνή οικονομική επιφάνεια, επηρέασε δραματικά την ψυχολογία των παιδιών. Το μεγαλύτερο, ωστόσο, πλήγμα, φαίνεται πως δέχθηκαν τα παιδιά κατά τις περιόδους των εγκλεισμών λόγω COVID 19 (περίοδο της ανθρωπότητας κατά την οποία, τα κλειστά σχολεία ξεπέρασαν ακόμη και εκείνα του β΄ παγκοσμίου πολέμου) δεδομένης της παραμονής τους στο σπίτι, στον πυρήνα του συχνά προβληματικού από την ανέχεια περιβάλλοντος. Έρευνα του Εθνικού Ινστιτούτου για την Υγεία δείχνει ότι οι ψυχοκοινωνικές επιπτώσεις της καραντίνας και του φόβου για την ασθένεια σε συνδυασμό με τις οικονομικές επιπτώσεις (ύφεση, αύξηση του αριθμού των ανέργων) θα επηρεάσουν στο μέλλον τα παιδιά των νέων 10-18 χρόνων. Τα δε παιδιά με υποκείμενα ψυχικά νοσήματα παρουσιάζουν υπερδιπλάσια ποσοστά άγχους και κατάθλιψης, ενώ από τον γενικό πληθυσμό της χώρας ένα σημαντικό ποσοστό παιδιών εμφανίζουν ψυχικά νοσήματα, κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Επιπλέον, έρευνα του Child Mind Institute την περίοδο της ανεξέλεγκτης εξάπλωσης του ιού (2021) αποκαλύπτει ότι στην Ελλάδα, ένα στα πέντε παιδιά ανησυχεί ότι η οικογένειά του θα χάσει τα προς το ζην εξαιτίας της πανδημίας.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία και η ενεργειακή κρίση έρχεται να επισφραγίσει τη δραματικότητα του τοπίου για τους ανηλίκους (ακολούθως για όλες τις ηλικίες), καθώς αυτοί γίνονται οι πρώτοι αποδέκτες της νέας επιδείνωσης του οικογενειακού βιοτικού επιπέδου.
«Η ενεργειακή κρίση από τα μέσα του 2021 και η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022 είχαν δραματικές επιπτώσεις στο εισόδημα των κατοίκων της Ελλάδας, με αποτέλεσμα τη χειροτέρευση της ποιότητας ζωής των οικογενειών μικρομεσαίου εισοδήματος. Τα παιδιά υποφέρουν ιδιαίτερα από την υποβάθμιση του βιοτικού τους επιπέδου. Η ακρίβεια και οι ανατιμήσεις στην αξία του ρεύματος και των ειδών πρώτης ανάγκης προβλέπεται από την ΕΕ (LEAK: Energy prices will remain high and volatile until at least 2023, EU Commission says – Euractiv, 18 February 2022) ότι θα διατηρηθούν μέχρι το 2023» σημειώνει η κ. Έμκε Πουλοπούλου.
Στην έκδοση, όμως, γίνεται ειδική αναφορά και στο… προσφιλές «φρούτο» της εποχής, τον διαδικτυακό εκφοβισμό, φαινόμενο κατά το οποίο ο δράστης προκαλεί στον «διαδικτυακό συνομιλητή» – θύμα του φόβο ή ανησυχία. Η πιο πρόσφατη έρευνα του Ελληνικού Κέντρου Ασφαλούς Διαδικτύου του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας αποκαλύπτει ότι πρόκειται, δυστυχώς, για σύνηθες φαινόμενο μεταξύ των παιδιών και των εφήβων, που κάνουν χρήση των νέων τεχνολογιών, να δημιουργούν στον «στόχο» αίσθημα ενοχής και ανασφάλειας. Στην προηγούμενη εργασία του ίδιου φορέα είχε αποκαλυφθεί ότι επτά στα δέκα παιδιά έχουν κάνει χρήση κοινωνικών δικτύων σε μη επιτρεπτή ηλικία, ένας στους δέκα μαθητές Δημοτικού Σχολείου και ένας στους τέσσερις μαθητές του Γυμνασίου έχουν σελίδα προφίλ στο διαδίκτυο και αποδέχονται αιτήματα φιλίας από αγνώστους. Μάλιστα, ένα στα δέκα παιδιά του Δημοτικού και ένα στα τρία του Γυμνασίου έχουν συναντηθεί με τον άγνωστο «φίλο», ενώ από έρευνα της Focus προέκυψε ότι ένας στους επτά ανηλίκους έχει αναρτήσει στο διαδίκτυο προσωπικές του φωτογραφίες! Τέλος, ένας στους τρεις μαθητές της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και ένας στους πέντε της πρωτοβάθμιας έχουν δεχθεί διαδικτυακή παρενόχληση!
Άλλη έρευνα, πάντως, αποκαλύπτει σχεδόν κατάχρηση του διαδικτύου από τους ανηλίκους, φαινόμενο που παρατηρήθηκε ενισχυμένο μετά τις περιόδους του εγκλεισμού λόγω COVID 19, κατά τις οποίες τα παιδιά αφιέρωναν περισσότερο χρόνο μπροστά στις οθόνες των υπολογιστών τόσο για τις ανάγκες της μακρόθεν διδασκαλίας όσο και για την ικανοποίηση της δικής τους ανάγκης για επικοινωνία με τους φίλους τους ή για διασκέδαση. Όπως προέκυψε από τη μέτρηση, τέσσερα στα δέκα παιδιά 7 και 8 χρόνων χρησιμοποιούν εντατικά το διαδίκτυο, ενώ ένα στα πέντε δείχνει να … μυήθηκε στο «σερφάρισμα» από τα 5 και 6 του χρόνια!
Όπως επισημαίνει η κ. Έμκε – Πουλοπούλου, «ενδοσχολική και εξωσχολική βία θορυβούν ιδιαίτερα την ελληνική κοινωνία. Ξυλοδαρμοί, κλωτσιές, τραυματισμοί, άγριες επιθέσεις, κυρίως σε σχολεία της Αττικής, είναι πια καθημερινότητα. Αλλά πρόκειται για πολυπαραγοντικό φαινόμενο, που επηρέασαν η επιδημία και ο εγκλεισμός. Άλλαξε η ζωή των παιδιών και των εφήβων, κλείστηκαν στο σπίτι χωρίς δραστηριότητες και με περισσότερη ψηφιακή ενασχόληση. Όταν υπάρχει ένταση στην οικογένεια, το παιδί ασυνείδητα την αναπαράγει. Το ίδιο και τον ζόφο της τηλεόρασης, αντίστοιχα και την πρωτοφανή βία στα διαδικτυακά παιχνίδια του».
Σε ό,τι αφορά τις επιδόσεις των Ελλήνων μαθητών στο σχολείο, ανησυχητικά είναι τα συμπεράσματα του Διεθνούς Προγράμματος για την Αξιολόγηση των Μαθητών PISA (Programme for International Student Assessment) του ΟΟΣΑ, το οποίο διεξάγεται στον χώρο της Εκπαίδευσης ανά τριετία. Σύμφωνα με την τελευταία αξιολόγηση, από τα Ελληνόπουλα δεν λείπει η θεωρητική γνώση, αλλά η σύνδεσή της με την καθημερινότητα. Οι Έλληνες μαθητές… επιρρεπείς στις οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες, που μεταφέρονται στο εκπαιδευτικό σύστημα και αποτυπώνονται στις γνώσεις και τις ικανότητές τους, αδυνατούν να εφαρμόσουν στην πράξη ό,τι διδάσκονται στο σχολείο. Ειδικότερα, ανάμεσα στις 78 χώρες – συμμετοχές στο πρόγραμμα, οι Έλληνες μαθητές έρχονται 42οι στην Κατανόηση Κειμένου, 45οι στα Μαθηματικά και επίσης 45οι στις Φυσικές Επιστήμες. Όπως σημειώνεται από τους ειδικούς αναλυτές, τα Ελληνόπουλα δεν ανταποκρίνονται σε ζητήματα που απαιτούν κριτική σκέψη, σύνθεση και εντοπισμό της πληροφορίας μέσα στο κείμενο. Φαίνεται πως η μακρά περίοδος των μνημονίων και των κρίσεων που ακολούθησαν επηρέασαν πολλαπλώς τους ανηλίκους, που βίωσαν την απειλή των ευαίσθητων οικογενειακών ισορροπιών.
Τριάντα χρόνια μετά την είσοδό του στην ελληνική πραγματικότητα, το κινητό τηλέφωνο οδεύει να γίνει απαραίτητο αξεσουάρ και των ανηλίκων και μάλιστα σε εντυπωσιακά μικρές ηλικίες, γεγονός που σε πρώτη φάση ερμηνεύεται ως λύση επικοινωνίας των γονέων με τα παιδιά τους. Έρευνα του 2019 πιστοποιεί ότι ένα στα έξι παιδιά από 5 έως 12 χρόνων διαθέτει κινητό. Βέβαια, η χρήση έως και τα 9 έτη είναι περιορισμένη, αλλά από την ηλικία των 10-12 εκτοξεύεται (92%).
Ευρύ κεφάλαιο της έκδοσης είναι αφιερωμένο στους ηλικιωμένους της Ελλάδας, των οποίων η ποιότητα ζωής -τα χρόνια των μνημονίων- συρρικνώθηκε σημαντικά με την πρωτοφανή για τα ευρωπαϊκά χρονικά μείωση των συντάξεών τους και την έτσι κι αλλιώς ελλειμματική υποδομή σε υγεία και περίθαλψη, που επιβαρύνθηκε τα χρόνια της πανδημίας. Ο δραματικός συνδυασμός μίας χώρας της οποίας ο πληθυσμός δεν αναπληρώνεται και άρα οι παραγωγικές ηλικίες διαρκώς συρρικνώνονται, πολιτικών που δεν θέτουν σε ουσιαστική προτεραιότητα τον ευαίσθητο τομέα της υγείας και ασφαλιστικής και νοσοκομειακής κάλυψης σε διαρκή ασφυξία, διαγράφει ζοφερά σενάρια…
Μελέτες της ΕΕ περί τη μελλοντική κάλυψη των υγειονομικών αναγκών των 27 χωρών-μελών της (μετά την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου), οδηγούν στο συμπέρασμα ότι έως το 2050 ο αριθμός των ανθρώπων που θα χρειάζονται μακροχρόνια φροντίδα, θα αυξηθεί κατά 8 εκατομμύρια! Αλλά μόνον ένας στους τρεις ηλικιωμένους με σοβαρές δυσκολίες σε καθημερινές δραστηριότητες έχει πρόσβαση σε υπηρεσίες κατ΄ οίκον φροντίδας, ενώ σε 11 χώρες της ΕΕ, 6 στους 10 αδυνατούν να αντιμετωπίσουν το κόστος αυτής της φροντίδας. Σημειώνεται, δε, ότι στην Ελλάδα, τα άτομα άνω των 70 χρόνων, παρότι αποτελούν το 10% του πληθυσμού, απασχολούν τις μισές νοσοκομειακές κλίνες και ειδικότερα μία στις τέσσερις για οξέα περιστατικά. Οι υπερήλικες καλύπτουν το ¼ των συνολικών ημερών νοσηλείας στα νοσοκομεία και επτά στους δέκα πάσχουν από περισσότερες της μίας νόσους.
Στη βεβαρυμμένη κλινική εικόνα των εκπροσώπων της τρίτης ηλικίας, έρχεται να προστεθεί και το ψυχικό βάρος της πανδημίας και του πολέμου στην Ουκρανία. Από προσωπικές συνεντεύξεις κατά τη διάρκεια πανεπιστημιακής έρευνας, διαπιστώθηκε ότι τουλάχιστον στην Ελλάδα, οι ηλικιωμένοι, που βίωσαν κατοχή, εμφύλιο και χούντα, μετά την εισβολή στην Ουκρανία, έχουν στην πλειονότητά τους να διαχειριστούν όχι μόνον τον φόβο για αυξημένο κόστος ζωής, αλλά και την αγωνία ενός νέου εφιαλτικού σεναρίου γενικευμένου πολέμου.
Δάσκαλοι υπάρχουν, παιδιά δεν υπάρχουν…
Στην πλούσια σε πληροφοριακό υλικό έκδοση, το εξώφυλλο της οποίας εικονογραφεί και πάλι ο Σπύρος Ορνεράκης, αποτυπώνεται επακριβώς η πορεία των κοινωνικών και οικονομικών επιπτώσεων στην Ευρώπη και ειδικότερα στην Ελλάδα από τις πολιτικές των μνημονίων, από τον κορονοϊό αλλά και από την ενεργειακή κρίση, που έπληξαν σοβαρά το βιοτικό επίπεδο των πληθυσμών.
Στην είσοδό του το 2020 προοιωνιζόταν ελπιδοφόρο. Η Ελλάδα έβγαινε από τη δραματική δεκαετία της οικονομικής κρίσης, οι αναπτυξιακοί δείκτες της χώρας βελτιώνονταν και οι Έλληνες έβλεπαν ακτίδα φωτός στο βάθος. Η εμφάνιση και η ραγδαία εξάπλωση του COVID 19 γονάτισε εκ νέου όχι μόνον τον ελληνικό λαό που ό,τι είχε προλάβει να σηκωθεί, αλλά και το σύνολο των ανεπτυγμένων χωρών του πλανήτη. Τα μέσα του άλλοτε ελπιδοφόρου έτους βρήκαν μόλις έξι στους δέκα πολίτες να εργάζονται, με τον μέσο όρο στις χώρες της ΕΕ λίγο πάνω από επτά στους δέκα και μόνο τη Σουηδία να αριθμεί 8 στους δέκα εργαζόμενους. Για την αντιμετώπιση της πανδημίας οι περισσότερες κυβερνήσεις εφάρμοσαν πολιτική αναστολής της οικονομικής λειτουργίας και έλαβαν προληπτικά μέτρα για την προστασία της δημόσιας υγείας και τον περιορισμό των κρουσμάτων, με αποτέλεσμα επιχειρήσεις να κλείσουν και άλλες να αναστείλουν μερικώς τη λειτουργία τους. Όσες μπόρεσαν να εγκλιματιστούν εγκαίρως στο ηλεκτρονικό εμπόριο, το έκαναν. Η αγορά έπαθε σοκ. Πολλοί εργαζόμενοι βρέθηκαν στον δρόμο ή σχεδόν στον δρόμο… Σύμφωνα με το δελτίο ενημέρωσης του Εθνικού Ινστιτούτου Εργασίας και Ανθρώπινου Δυναμικού, τον Ιούνιο του 2020, 5,3% των εργαζομένων κατά μέσο όρο στην ΕΕ των 27 βρέθηκαν να έχουν χάσει οριστικά τη δουλειά τους και άλλοι 23,2% προσωρινά. Στην Ελλάδα τα ποσοστά μόνιμα και προσωρινά ανέργων ήταν 4,7% και 41,8% αντίστοιχα.
Η τηλεργασία επιβλήθηκε στους εργασιακούς χώρους. Το διαδίκτυο μπήκε στη ζωή ακόμη και των πιο… ανεπίδεκτων χειριστών κομπιούτερ. Από τον Μάρτιο του 2020 εκατομμύρια εργαζομένων ανά τον κόσμο βρέθηκαν να πειραματίζονται με την παραγωγικότητά τους δια της οθόνης του υπολογιστή… Στην Ελλάδα, τον Νοέμβριο του 2020 εργάζονταν με τηλεργασία 280.000 άνθρωποι. Μελέτη των οικονομολόγων του Harvard προβλέπει ότι όταν κάποτε κλείσει το κεφάλαιο «πανδημία», τουλάχιστον για τρεις ημέρες την εβδομάδα ένας στους έξι εργαζόμενους θα εξακολουθεί να παρέχει υπηρεσίες από το σπίτι του. Άλλη μελέτη, πάντως, αποκαλύπτει ότι το ένα τρίτο των εργαζομένων (υπάλληλοι γραφείου, ανώτερα στελέχη κ.α.) έχουν πλέον τη δυνατότητα να εργάζονται διαδικτυακά στο 100% του εργασιακού τους χρόνου. Το δεύτερο τρίτο (σχεδιαστές μόδας, ερευνητές, μεσίτες κ.α.) για περισσότερο από το μισό του εργασιακού τους χρόνου και το τελευταίο τρίτο (γιατροί, πιλότοι κ.λπ.) καθόλου.
Η αλήθεια είναι πως κατά πώς δείχνουν οι μελέτες, η τηλεργασία ήρθε στη ζωή των εργαζομένων για να μείνει. Αποτελεί ευέλικτο τρόπο απασχόλησης, που, παρότι αποθαρρύνει την κοινωνικοποίηση των ανθρώπων, για κάποιους άλλους λόγους ευνοεί και εργαζόμενους και εργοδότες. Ωστόσο, η κατάσταση στη μετά COVID αγορά δεν προοιωνίζεται και η ιδανικότερη. Έρευνα που διενεργήθηκε στις αρχές του 2021 σε δείγμα 8.000 εργαζομένων σε 20 χώρες (δεν συμμετείχε η Ελλάδα) αποκάλυψε ότι ένας στους τρεις εργαζόμενους προσανατολίζεται σε αλλαγή εργασίας/καριέρας. Σε αντίστοιχη μελέτη, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, διαπιστώθηκε ότι ένας στους επτά εργαζομένους και ένας στους τέσσερις Έλληνες εκφράζουν ισχυρούς φόβους για απόλυση, λόγω κρίσης, στο άμεσο μέλλον.
«Οι δυσμενείς μακροχρόνιες προοπτικές για το εργατικό δυναμικό, απότοκες της κάμψης της γεννητικότητας, θέτουν σοβαρούς φραγμούς στην οικονομική ανάπτυξη και περιορίζουν τον αριθμό των εργαζομένων, που συνεισφέρουν στο κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα σε επίπεδα αρκετά χαμηλότερα από εκείνα, που θα μπορούσαν να υποστηριχθούν από την αναπτυξιακή διαδικασία αν η προσφορά εργατικού δυναμικού ήταν ανετότερη» σημειώνει στο ΑΠΕ η κ. Έμκε Πουλουπούλου και προσθέτει: «Λάβετε υπόψη σας ότι πρόσφατη αναφορά της ΕΕ για τη δημογραφική αλλαγή αποκαλύπτει πως ο πληθυσμός σε ηλικία εργασίας στις 27 χώρες της ευρωπαϊκής οικογένειας θα μειωθεί από 265 εκατομ. άτομα (τρεις στους δέκα εργαζόμενους γυναίκες) που ήταν το 2019 σε 230 εκατομ. το 2050 και σε 220 εκατομ. το 2070!».
Δεκαετία μνημονίων, επιδημία, ενεργειακή κρίση. Η έκδοση «Η οδυνηρή δεκαετία ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΛΕΠΑΛΛΗΛΕΣ ΚΡΙΣΕΙΣ» αποτελεί λεπτομερειακό παρατηρητήριο κοινωνικοοικονομικών αλλαγών στους κόλπους της ευρωπαϊκής οικογένειας. Όλα όμως περιστρέφονται και καταλήγουν σε δυνατό σήμα κινδύνου για το δημογραφικό της χώρας:
Τη δεύτερη δεκαετία του αιώνα, ο πληθυσμός της ΕΕ των 27 (υπολογίζεται η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου) αυξήθηκε σε αντίθεση με τον πληθυσμό της Ελλάδας, που μειώθηκε. Υπολογίζεται ότι την περίοδο 2014-2019 από κάθε 10.000 Έλληνες αφαιρούντο τον χρόνο 37 άτομα! Την ίδια περίοδο στον ίδιο αριθμό των κατοίκων της ΕΕ προστίθεντο 12 νέα μέλη!
Το 2021, ο πληθυσμός της Ελλάδας ανερχόταν σε 10,7 εκατ. κατοίκους. Ήταν κατά 400.000 ανθρώπους μειωμένος από το 2011!
Μελέτη προβλέπει ότι έως το 2060 στις χώρες του ΟΟΣΑ ο πληθυσμός σε ηλικία εργασίας 20-64 χρόνων, θα παρουσιάσει κατά μέσο όρο μείωση 10%. Στην Ελλάδα η μείωση θα φτάσει το 35%»!
«Μείωση του πληθυσμού, κατάρρευση των γεννήσεων, αύξηση των θανάτων, εκτόξευση της δημογραφικής γήρανσης, αρνητικό μεταναστευτικό ισοζύγιο αποτελούν το δημογραφικό πρόβλημα της Ελλάδας το 2022. Δεν είναι δημιούργημα της οδυνηρής δεκαετίας και των αλλεπάλληλων κρίσεων, αλλά επιδεινώθηκε σοβαρά από αυτές. Είναι μία κατάσταση που έχει αρχίσει εδώ και δεκαετίες και για τα αποτελέσματα της οποίας οι επιστήμονες χτυπούσαν το καμπανάκι ήδη από τη δεκαετία του 1980, όταν οι γεννήσεις εμφανίστηκαν μειωμένες κάτω από το επίπεδο αντικατάστασης των γενεών. Έκτοτε η κατάσταση βαίνει επιδεινούμενη» σημειώνει η ερευνήτρια και προσθέτει: «Η χειροτέρευση του βιοτικού επιπέδου του ελληνικού λαού είναι η σημαντικότερη αιτία επιδείνωσης της δημογραφικής κατάστασης της χώρας. Τα νέα ζευγάρια που αδυνατούν να επιβιώσουν με χαμηλούς μισθούς σε περιβάλλον ακρίβειας ακόμη και για τα στοιχειώδη, δεν αποφασίζουν εύκολα να αποκτήσουν παιδιά. Επιπλέον, αυξάνεται η ηλικία των γυναικών που αποφασίζουν να γίνουν μητέρες άπαξ. Πόσω μάλλον δις και τρις…».
Τις περισσότερες φορές, τα γεγονότα έχουν και μία δεύτερη ανάγνωση, η οποία συνήθως είναι και η πλέον ρεαλιστική. Στον πίνακα κατάταξης των χωρών της ΕΕ με τις αναλογίες δασκάλων – μαθητών (με στοιχεία έως και του Σεπτεμβρίου του 2021), η Ελλάδα καταχωρείται ως έχουσα 8,7 μαθητές να αναλογούν σε έναν δάσκαλο, σε αντίθεση με τη Ρουμανία, όπου οι μαθητές που αναλογούν σε έναν δάσκαλο είναι 19,4! Αν συνυπολογίσει κανείς ότι ο μέσος όρος της συγκεκριμένης αναλογίας στις χώρες της ΕΕ είναι ένας προς 13,5, θα έλεγε πως η Ελλάδα είναι μία χώρα με -αν μη τι άλλο- εντυπωσιακή επάρκεια δασκάλων, όπου τα σχολεία διαθέτουν μικρές, ευέλικτες τάξεις, γεγονός που προφανώς επιτρέπει στους εκπαιδευτικούς να σκύψουν πάνω από κάθε παιδί και να ανασύρουν τα ταλέντα και τις κλίσεις του. Κι όμως, σε αυτόν τον τομέα, η Ελλάδα είναι καταχωρημένη τελευταία στον ζοφερό πίνακα των 27 χωρών της ευρωζώνης, διότι η αναλογία της δεν αποτυπώνει την πληθώρα του εκπαιδευτικού προσωπικού της, αλλά τη μείωση των μαθητών της την τελευταία 12ετία!
Σε πρόσφατη μελέτη του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών σημειώνεται ότι αν τα προσεχή χρόνια δεν υπάρξουν ριζικές αλλαγές για να δώσουν μεγάλη ώθηση στις γεννήσεις, στη μαζική επιστροφή των Ελλήνων ή και τη γενναία και συστηματική εισροή μεταναστών, ο συνολικός αριθμός των μαθητών (συγκριτικά με το έτος 2008 της τελευταίας συστηματικής καταγραφής τους) θα σημειώσει μείωση κατά περίπου 30% έως το 2035, όταν δηλαδή θα ενσωματωθεί στο εκπαιδευτικό σύστημα και η πιο πρόσφατη εντυπωσιακή μείωση γεννήσεων, που καταγράφηκε το 2017!
«Για το δημογραφικό πρόβλημα της Ελλάδας δεν υπάρχουν “δημογραφικές” λύσεις» καταλήγει η κ. Έκμε – Πουλοπούλου και εξηγεί: «Η κατάσταση δεν βελτιώνεται με επιδόματα και αποσπασματικές πολιτικές. Η χώρα έχει ανάγκη από πολιτική ανάπτυξης σε τομείς και κλάδους που θα περιορίσουν την αβεβαιότητα και θα δημιουργήσουν στους νέους ανθρώπους αίσθηση σιγουριάς ότι μπορούν με ασφάλεια και σταθερότητα να ζήσουν και να δημιουργήσουν στον τόπο τους. Η παραγωγική γενιά χρειάζεται εργασία με προοπτική εξέλιξης, καλές συνθήκες και αξιοπρεπή αμοιβή, που να ενθαρρύνει τη δημιουργία οικογένειας».