Ας κάνουμε ένα μικρό ταξίδι στον χρόνο και ας περάσουμε σε μία εποχή, όποτε και οι ξένου θεωρούν την χώρα μας αναξιόπιστη, τους Έλληνες πολιτικούς, βουτηγμένους στην διαφθορά, ενώ δεν εμπιστεύονται καθόλου τους θεσμούς του ελληνικού κράτους.
Βρισκόμαστε μόλις 50 χρόνια μετά την Ελληνική Επανάσταση. Η χώρα είναι διαλυμένη όχι μόνο από τα 400 χρόνια Τουρκοκρατίας, αλλά και από τους συνεχείς εμφυλίους που ξέσπασαν κατά την Παλιγγενεσία. Ρεμούλα, ασυδοσία, υπόγεια και υπέργεια συμφέροντα λυμαίνονται τους νόμους και το χρήμα, είναι παντού, ενώ η κρατική και διοικητική οργάνωση, είναι ανίκανη να βάλει μία τάξη.
Μέσα σε όλα αυτά, ένα κατάλοιπο από την Επανάσταση, η Ληστεία, έρχεται να χαρακτηρίσει ολόκληρες περιοχές της -μικρής τότε- χώρας, ως άβατο για Έλληνες και ξένους. Λήσταρχοι και ληστές που δεν αποδέχονται εξουσία που έχουν οι αστυνομικές και στρατιωτικές δυνάμεις, παραμένουν στα βουνά και επιλέγουν να ζουν ληστεύοντας χωριά, πόλεις, πλουσίους και φτωχούς, εφαρμόζοντας μία δική τους κοσμοθεωρία για τους νόμους και το δίκαιον.
Πολλές κυβερνήσεις είχαν προσπαθήσει να τους καταστείλουν, είτε δια της προσέγγισης είτε δια της ράβδου, υπήρχε κάτι όμως, που καθιστούσε το έργο αυτό σχεδόν αδύνατον για την εποχή. Ο θεσμός της Ληστείας ήταν σχεδόν κληρονομικός που σημαίνει πως χρόνο με τον χρόνο οι Ληστές είτε αυξάνονταν είτε απλώς δεν μειώνονταν σε αριθμό.
Η Ελλάδα που ποτέ στην ιστορία της δεν είδε έκρηξη πληθυσμού, είχε μία αραιοκατοικημένη ύπαιθρο με ελλιπή αστυνόμευση τόσο στο εσωτερικό της όσο και στα σύνορά της με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, που τότε βρίσκονταν λίγο έξω από την Λαμία.
Οι Ληστές έκλεβαν, κατέφευγαν στα βουνά και έχοντας άριστη γνώση του εδάφους χρησιμοποιούσαν κρυφά μονοπάτια για να γίνονται άφαντοι. Εάν μάλιστα τα… έβρισκαν σκούρα, τότε περνούσαν προσωρινά στο οθωμανικό έδαφος όπου και οι ελληνικές αστυνομικές δυνάμεις δεν μπορούσαν να πατήσουν.
Παρ’ όλα αυτά όμως, η χώρα είχε την τύχη να βλέπει ρομαντικούς φιλέλληνες από όλη την Ευρώπη να την επισκέπτονται… Οι ίδιοι φαντάζονταν την Ελλάδα ως μία χώρα με γενειοφόρους φιλοσόφους και προσγειώνονταν στην πραγματικότητα βλέποντας μία Ελλάδα-χέρσο χωράφι που προσπαθούσε να προσαρμοστεί στην σύγχρονη -τότε- εποχή.
Οι φιλέλληνες, ωστόσο δεν απογοητεύονταν αλλά «όργωναν» την Ελλάδα για να δουν και να βρουν τις ελληνικές αρχαιότητες που βρίσκονταν διάσπαρτες σε κάθε γωνιά της χώρας. Κρατική επίβλεψη γι αυτές τις επισκέψεις δεν υπήρχε, καθώς ήταν ιδιωτικές πρωτοβουλίες, ενώ οι αρχαιότητες ήταν έρμαια της καλής θέλησης των περιηγητών, αφού και οι Έλληνες της εποχής αδυνατούσαν να εκτιμήσουν τους θησαυρούς που… «γεννούσε η γη» όπως έλεγαν μέχρι πριν μερικές δεκαετίες στα χωριά.
Ορισμένοι, όμως, περιηγητές βρέθηκαν μπροστά, όχι σε αρχαιότητες, αλλά στους Ληστές που επίσης βρίσκονταν διάσπαρτοι στην ελληνική επικράτεια. Στις 30 Μαρτίου 1870, μία ομάδα Άγγλων περιηγητών και διπλωματών, ξεκίνησαν για μία τέτοια… βόλτα στην Αττική, και πιο συγκεκριμένα στα πέριξ του Μαραθώνα.
Επρόκειτο για τον λόρδο και την λαίδη Μάνκαστερ, τον νεαρό φίλο τους Φρέντερικ Βάινερ, τον δικηγόρο Έντουαρντ Λόιντ, τον τρίτο γραμματέα της βρετανικής πρεσβείας στην Αθήνα, Έντουαρντ Χέρμπερτ και τον γραμματέα της ιταλικής πρεσβείας στην Αθήνα, κόμη Αλμπέρτο ντε Μπόιλ, που αποφάσισε την τελευταία στιγμή να πραγματοποιήσει το ταξίδι αυτό.
Η περιήγηση ήταν απολαυστική, όμως στην επιστροφή η τύχη τούς έπαιξε ένα άσχημο παιχνίδι. Οι εκδρομείς έπεσαν σε ενέδρα της συμμορίας των αδελφών Τάκου και Χρήστου Αρβανιτάκη κοντά στο Πικέρμι. Οι χωροφύλακες που φυλούσαν τους ξένους περιηγητές, παρά την προσπάθειά τους, εξουδετερώθηκαν εύκολα από την πολυπληθή συμμορία, η οποία πήρε τελικά όλους τους υπόλοιπους ως ομήρους.
Τα αιτήματά τους απλά. Άμεση καταβολή λύτρων, ύψους 50.000 και χορήγηση αμνηστίας. Η αγγλική πρεσβεία θορυβημένη από το γεγονός, δέχθηκε αμέσως τα αιτήματα και διεμήνυσε στην ελληνική κυβέρνηση να πράξει το ίδιο. Όμως κάτι τέτοιο δεν ήθελε η κυβέρνηση του Θρασύβουλου Ζαΐμη να το αφήσει να περάσει έτσι.
Υπό τον φόβο του «δεδικασμένου» ο υπουργός των Στρατιωτικών, Σκαρλάτος Σούτσος αρνήθηκε, καθώς όπως υποστήριξε, μία τέτοια εξέλιξη θα δημιουργούσε την εντύπωση πως η κυβέρνηση είναι έρμαιο των συμμοριτών, πράγμα που θα εξευτέλιζε διεθνώς την χώρα.
Η αγγλική κυβέρνηση μόλις άκουσε και την δικαιολογία του συνταγματικού κωλύματος για την χορήγηση αμνηστίας, εξέδωσε μία ειρωνική απάντηση προς την Ελλάδα δια στόματος ενός αξιωματούχου του Φόρειν Όφις που έλεγε τα εξής: «Δεν θα ηδυνάμην να παραδεχθώ ως ισχυράν την αντίρρησιν περί του αντισυνταγματικού της αμνηστίας. Το Ελληνικό Σύνταγμα έχει παραβιασθή ούτω συχνά παρά της κυβερνήσεως, ώστε δεν θα ηδυνάμην να δώσομεν προσοχήν εις πρόφασιν στηριζομένην επί τοιαύτης δικαιολογίας».
Μην βλέποντας ελπίδα για την κατάστασή τους, ο όμηρος λόρδος Μάνκαστερ, ζήτησε από τους απαγωγείς να τον αφήσουν ελεύθερο για να συγκεντρώσει το ποσό των 50.000 και να πείσει την κυβέρνηση για το θέμα της αμνηστίας. Φτάνοντας όμως στην Αθήνα βρήκε μία ελληνική κυβέρνηση ανυποχώρητη, σαν να αδιαφορούσε για τις ζωές των ομήρων… Το μόνο που έκανε για αρχή ήταν να στείλει ένα στρατιωτικό απόσπασμα για να κυνηγήσει τους ληστές.
Σκοπός του αποσπάσματος ήταν όχι μόνο να τους πιάσει, αλλά το κυριότερο να τους προλάβει να μην φύγουν από την Ελλάδα. Οι γνωρίζοντες όμως της υπαίθρου Αρβανιτάκηδες, πρόλαβαν και πέρασαν μέσω της Πεντέλης και της Πάρνηθας και έφτασαν ως τον Ωρωπό. Τελικά απελευθέρωσαν τις γυναίκες, μάλλον γιατί τους καθυστερούσαν. Από τον Ωρωπό έστειλαν μήνυμα προς την κυβέρνηση να κάνει πράξη τα αιτήματά τους, αλλά και να σταματήσει η καταδίωξη γιατί αλλιώς θα σκότωναν τους αιχμαλώτους.
Τελικά το στρατιωτικό απόσπασμα κατάφερε και βρήκε τους ληστές και στις 9 Απριλίου ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με τους Αρβανιτάκηδες στο Δήλεσι, μία παραθαλάσσια περιοχή βόρεια του Ωρωπού.
Οι Αρβανιτάκηδες προκειμένου να πολεμήσουν, σκότωσαν τους ομήρους και ακολούθησε μία μάχη σώμα με σώμα με τους στρατιώτες. Τελικά από την μάχη μόνο ο Τάκος Αρβανιτάκης κατάφερε να ξεφύγει ενώ οι 20 άνδρες τους, σκοτώθηκαν, μεταξύ αυτών και ο αδερφός του.
Οι εννέα που έμειναν ζωντανοί συνελήφθησαν για να καταδικασθούν αργότερα σε θάνατο και να εκτελεσθούν. Το περιστατικό έμεινε στην ιστορία ως Σφαγή στο Δήλεσι.
Τα κεφάλια των νεκρών ληστών που στήθηκαν σε κοινή θέα στο Σύνταγμα
Το ρεζιλίκι που φοβόταν αρχικά η κυβέρνηση δεν είχε καμμία σχέση με αυτό που ακολούθησε της σφαγής.
Ο ευρωπαϊκός Τύπος χαρακτήρισε την Ελλάδα μία «χώρα ημιβαρβάρων», «φωλεά ληστών και πειρατών», ενώ δεν παρέλειψε να μας χαρακτηρίσει και ως «εντροπή για τον Πολιτισμό».
Προσπαθώντας να ανακαλύψουν φαινόμενα διαφθοράς, Άγγλοι αξιωματούχοι ήρθαν στην Αθήνα και διαπίστωσαν πως «αι ληστείαι αποφασίζονται εν Αθήναις, ένθα και διανέμονται τα χρήματα», αφήνοντας αιχμές πως η ληστεία είχε άμεση σχέση με το πολιτικό κατεστημένο.
Κάποιοι «ακραίοι» Ευρωπαίοι έφτασαν μέχρι το σημείο να ζητήσουν στρατιωτική επέμβαση στην Ελλάδα.
Τελικά η σωτηρία ήρθε από τον φιλέλληνα υπουργό Εξωτερικών, Γλάδστων, καθώς και από τους πρεσβευτές της Ρωσίας και των ΗΠΑ, οι οποίοι δικαίωσαν την ελληνική κυβέρνηση υποστηρίζοντας πως έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε.
Προκειμένου η Ελλάδα να κατευνάσει τα πνεύματα, εξέφρασε την λύπη της για το γεγονός προς τις κυβερνήσεις της Αγγλίας και της Ιταλίας, προσφέροντας το ποσό των 22.000 λιρών ως αποζημίωση σε κάθε μία από τις οικογένειες των θυμάτων.