Ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων πιστεύει ότι οι ενήλικες θα πρέπει να κοιμούνται οκτώ ώρες το βράδυ κι έτσι αυτό σημαίνει ένας πλήρης ύπνος. Όμως αυτό μπορεί να μην ισχύει πλέον όταν φτάσουμε σε μια συγκεκριμένη ηλικία.
Μια ομάδα ερευνητών από το Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ στο Ηνωμένο Βασίλειο και το Πανεπιστήμιο Fudan στην Κίνα ανακάλυψαν ότι οι επτά ώρες ύπνου μπορεί να είναι η ιδανική ποσότητα για μεσήλικες και ηλικιωμένους.
Σε μια μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Nature Aging, οι ερευνητές λένε ότι διαπίστωσαν πως οι επτά ώρες ύπνου ήταν ό,τι καλύτερο για τη γνωστική απόδοση και την καλή ψυχική υγεία.
Επιπλέον, εξέτασαν δεδομένα από σχεδόν 500.000 συμμετέχοντες ηλικίας 38 έως 73 ετών και διαπίστωσαν ότι ο ανεπαρκής –αλλά και υπερβολικός– ύπνος συσχετίστηκε με μειωμένη γνωστική απόδοση και χειρότερη ψυχική υγεία.
Οι συμμετέχοντες στη μελέτη ανέφεραν τον τρόπο και τις συνήθειες στον ύπνο τους και απάντησαν και σε ερωτήσεις σχετικά με την ευημερία και την ψυχική τους υγεία. Ολοκλήρωσαν μια σειρά από γνωστικά τεστ που εξέταζαν την ταχύτητα με την οποία επεξεργάζονται καταστάσεις, την οπτική προσοχή, τη μνήμη και τις δεξιότητες στην επίλυση προβλημάτων. Όσοι είχαν κοιμηθεί επτά ώρες τα πήγαν καλύτερα σε όλα τα επίπεδα.
Ωστόσο, υπάρχει μια λεπτομέρεια: το 94% των συμμετεχόντων ήταν λευκοί, επομένως δεν είναι σαφές εάν τα αποτελέσματα ισχύουν για μαύρους και ανθρώπους άλλης εθνικότητας.
Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας είναι η συνέπεια. Τα καλύτερα αποτελέσματα παρατηρήθηκαν σε άτομα που εμφάνισαν μικρές διακυμάνσεις στα μοτίβα ύπνου για μεγάλα χρονικά διαστήματα και που ο ύπνος είχε συνολική διάρκεια επτά ωρών.
Ύπνος που διακόπτεται: Κίνδυνος για άνοια
«Ο καλός ύπνος είναι σημαντικός σε όλα τα στάδια της ζωής, αλλά ιδιαίτερα όσο μεγαλώνουμε», δήλωσε η Μπάρμπαρα Σαχακιάν, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ και συν-συγγραφέας της μελέτης.
Οι ερευνητές λένε ότι η έλλειψη ύπνου είναι πιθανό να εμποδίσει τη διαδικασία απαλλαγής του εγκεφάλου από τις τοξίνες. Τονίζουν επίσης ότι η διαταραχή του βραδέως ή βαθέως ύπνου μπορεί να ευθύνεται για τη γνωστική «πτώση».
Όταν ο βαθύς ύπνος διακόπτεται, αυτό επηρεάζει την εδραίωση της μνήμης και μπορεί να οδηγήσει στη συσσώρευση αμυλοειδούς, μιας πρωτεΐνης που μπορεί —αν δεν λειτουργήσει όπως θα έπρεπε— να προκαλέσει «μπερδέματα» στον εγκέφαλο που είναι χαρακτηριστικά ορισμένων μορφών άνοιας.
Ο ανεπαρκής ή υπερβολικός ύπνος θα μπορούσε να αποτελέσει έναν παράγοντα κινδύνου για τη γνωστική «έκπτωση» στη γήρανση.
«Αν και δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι ο ελάχιστος ή πολύς ύπνος προκαλεί γνωστικά προβλήματα, η ανάλυσή μας φαίνεται να υποστηρίζει αυτή την ιδέα», δήλωσε ο Γιανφενγκ Φενγκ, επιστήμονας του εγκεφάλου και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Fudan. «Αλλά οι λόγοι για τους οποίους οι ηλικιωμένοι έχουν “φτωχότερη” ποιότητα ύπνου φαίνεται να είναι περίπλοκοι, επηρεασμένοι από έναν συνδυασμό της γενετικής μας σύνθεσης και της δομής του εγκεφάλου μας».
Η διάρκεια του ύπνου επηρεάζει τη δομή του εγκεφάλου
Οι ερευνητές κοίταξαν επίσης την απεικόνιση του εγκεφάλου και τα γενετικά δεδομένα, αλλά αυτά τα δεδομένα ήταν μόνο διαθέσιμα για λιγότερο από 40.000 από τους συμμετέχοντες.
Αυτά τα δεδομένα έδειξαν ότι η ποσότητα του ύπνου θα μπορούσε να συνδεθεί με διαφορές όσον αφορά τη δομή των περιοχών του εγκεφάλου, όπως ο ιππόκαμπος, που θεωρείται το κέντρο μνήμης και μάθησης του εγκεφάλου, και ο προκεντρικός φλοιός, ο οποίος είναι υπεύθυνος για την εκτέλεση εκούσιων κινήσεων.
Δεδομένου ότι ο κίνδυνος εμφάνισης Αλτσχάιμερ και άνοιας -ασθένειες της γήρανσης που συνοδεύονται από γνωστικές «βλάβες»- έχει συνδεθεί με τη διάρκεια του ύπνου, οι ερευνητές λένε ότι χρειάζεται επιπλέον εργασία στον τομέα της επιστήμης του ύπνου.
«Η εύρεση τρόπων βελτίωσης του ύπνου για τους ηλικιωμένους θα μπορούσε να είναι ζωτικής σημασίας για να τους βοηθήσει να διατηρήσουν καλή ψυχική υγεία και ευεξία, ιδιαίτερα για ασθενείς με ψυχιατρικές διαταραχές και άνοιες», είπε η Σαχακιάν.
Με πληροφορίες από το DW