Μόνο ένα εγκεκριμένο μονοκλωνικό αντίσωμα, το bebtelovimab, διαπιστώθηκε ότι είναι αποτελεσματικό ως θεραπεία έναντι και των τριών υποπαραλλαγών της παραλλαγής Όμικρον του κορονοϊού, σύμφωνα με μία νέα επιστημονική έρευνα.
Οι ερευνητές των πανεπιστημίων Κολούμπια της Νέας Υόρκης και Χονγκ Κονγκ, με επικεφαλής τον καθηγητή Ντέηβιντ Χο, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Nature», πραγματοποίησαν εργαστηριακά πειράματα με 19 μονοκλωνικά αντισώματα. Από αυτά, τα 17 (μεταξύ αυτών και το sotrovimab) βρέθηκαν αναποτελεσματικά κατά της υποπαραλλαγής ΒΑ.2, γνωστής και ως «Όμικρον 2».
Το μοναδικό αποτελεσματικό αντίσωμα έναντι και των τριών γνωστών υποπαραλλαγών της Όμικρον, ΒΑ.1, ΒΑ.1.1 και ΒΑ.2, βρέθηκε να είναι το bebtelovimab, το οποίο πρόσφατα εγκρίθηκε από την Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) των ΗΠΑ. Το cilgavimab (μόνο του ή σε συνδυασμό με tixagevimab) βρέθηκε αποτελεσματικό κατά της Όμικρον 2, αλλά όχι κατά της αρχικής Όμικρον (ΒΑ.1).
Επίσης, η νέα μελέτη επιβεβαίωσε ότι η αποτελεσματικότητα των εμβολίων mRNA είναι μειωμένη έναντι και των τριών υποπαραλλαγών της Όμικρον. Όμως, η μείωση της εξουδετερωτικής ικανότητας των εμβολίων είναι μικρότερη στην περίπτωση που κάποιος έχει κάνει τρεις δόσεις Pfizer/BioNTech ή Moderna.
«Η ανάδυση νέων παραλλαγών μειώνει τις θεραπευτικές επιλογές μας και αποτελεί μία πρόκληση για την αποτελεσματικότητα των υπαρχόντων εμβολίων μας. Είναι κρίσιμο να μη χαλαρώσουμε πρόωρα και να συνεχίσουμε να αναπτύσσουμε νέες στρατηγικές ανάσχεσης αυτού του συνεχώς εξελισσόμενου παθογόνου μικροοργανισμού», δήλωσε ο δρ Χο.
Η Όμικρον έγινε αντιληπτή για πρώτη φορά τον Νοέμβριο του 2021. Από τον Δεκέμβριο τα κρούσματα της αρχικής υποπαραλλαγής ΒΑ.1 εμφανίζουν σταδιακή μείωση και αντίστοιχα αυξάνονται εκείνα της ΒΑ.1.1 που σήμερα υπολογίζονται σε περίπου 40% παγκοσμίως. Η υποπαραλλαγή ΒΑ.2 ευθύνεται για μόνο το 10% των μολύνσεων κορωνοϊού διεθνώς, αλλά το ποσοστό της έχει ανοδική τάση και είναι ήδη κυρίαρχη σε Δανία, Ν. Αφρική και Ινδία. Οι τρεις υποπαραλλαγές έχουν 21 κοινές μεταλλάξεις στην πρωτεΐνη-ακίδα τους.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ