Γράφει ο Χαράλαμπος Τσιλιώτης *
Τα αποτελέσματα των γερμανικών βουλευτικών εκλογών ήταν λίγο πολύ αναμενόμενα. Μετά από δεκαέξι χρόνια στην εξουσία η Ένωση των Χριστιανικών κομμάτων CDU (Χριστιανοδημοκράτες)/CSU (Βαυαροί Χριστιανοκοινωνιστές) ήρθαν δεύτερο κόμμα.
Σε αυτό συνέβαλε σημαντικά και η προσωπικότητα και ο προεκλογικός αγώνας που έκανε ο υποψήφιος Καγκελάριος του κόμματος Άρμιν Λάσετ, εάν κρίνουμε και από την δριμεία κριτική που δέχεται στο εσωτερικό του κόμματός του. Με βάση τα αποτελέσματα αυτά τα σενάρια συγκυβέρνησης είναι κατά βάση τρία: Ο λεγόμενος συνασπισμός «φανάρι» (Ampelkoalition) μεταξύ SPD (Σοσιαλδημοκράτες), Bündnis 90/Grünen (Πράσινοι) και FDP (Φιλελεύθεροι), που είναι και το πιθανότερο σχήμα, ο συνασπισμός «Τζαμάικα» (Jamaikakoalition) μεταξύ της Ένωσης των χριστιανικών κομμάτων και των Πρασίνων και Φιλελευθέρων και, με πολύ λιγότερες πιθανότητες, η συνέχιση του «μεγάλου συνασπισμού» (Grosse Koalition) μεταξύ Σοσιαλδημοκρατών και της Χριστιανικής Ένωσης.
Στο πρώτο και το τρίτο σενάριο Καγκελάριος θα αναδειχθεί ο υποψήφιος των Σοσιαλδημοκρατών Όλαφ Σολτς, στο δεύτερο ο υποψήφιος των Χριστιανικών κομμάτων Άρμιν Λάσετ, κατά την παράδοση ότι ο Καγκελάριος είναι ο υποψήφιος του πρώτου σε έδρες κόμματος του συνασπισμού, δεδομένου ότι μεταπολεμικά μόνο μία φορά μετά τις εκλογές του 1957 αναδείχθηκε μονοκομματική κυβέρνηση ενώ μέχρι τώρα οι κυβερνήσεις ήταν δικομματικές, ποτέ όμως άνω των δύο κομμάτων. Πάντως η θέση του Λάσετ είναι εξασθενημένη και δεν αποκλείεται στην περίπτωση που επικρατήσει το σενάριο του συνασπισμού «Τζαμάικα» της κυβέρνησης να ηγηθεί άλλο πρόσωπο προερχόμενο από την Ένωση των Χριστιανικών κομμάτων, κάτι που θα γίνει για πρώτη φορά στην ιστορία της μεταπολεμικής Γερμανίας. Τίποτα δεν αποκλείει όμως όπως και το 2017 το τρίτο σενάριο, αν και το πολιτικό σύστημα και το εκλογικό σώμα είναι κουρασμένα από την συγκυβέρνηση των δύο μεγαλυτέρων κομμάτων από το 2005 με ένα διάλειμμα την περίοδο 2009-2013 όπου συγκυβερνούσαν τα χριστιανικά κόμματα με τους Φιλελεύθερους.
Η περίοδος Μέρκελ 2005-2021 χαρακτηρίζεται μεταξύ άλλων από πέντε σημαίνοντα στοιχεία:
Α) Την ενίσχυση της γερμανικής οικονομίας, η οποία σε περιόδους δημοσιονομικής κρίσης των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου και όχι μόνο, είδε απίστευτους ρυθμούς ανάπτυξης κυρίως μέσω των εξαγωγών των γερμανικών επιχειρήσεων.
Β) Την επιβολή της αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας στην ΕΕ διά της αυστηρής εφαρμογής του Συμφώνου Σταθερότητας το οποίο ο προκάτοχός της Καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ είχε εγκαταλείψει.
Γ) Την στασιμότητα στην θεσμική διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, εάν σκεφθεί κανένας ότι μετά την Συνθήκη της Λισαβώνας το 2007 που ουσιαστικά αποτελούσε παραλλαγή του θνησιγενούς Ευρωπαϊκού Συντάγματος στο οποίο δεν συνέβαλε ποσώς η Μέρκελ, όχι απλά δεν έχει συντελεστεί αλλά ούτε καν έχει επιχειρηθεί θεσμική μεταβολή στις Συνθήκες της ΕΕ για διάστημα 14 ετών.
Δ) Την υποδοχή εκατοντάδων χιλιάδων μεταναστών και προσφύγων στο γερμανικό έδαφος που παραλίγο να της στοιχίσει την Καγκελαρία στις εκλογές του 2017 και
Ε) την ενίσχυση των σχέσεων της Γερμανίας με την Τουρκία τόσο σε διμερές επίπεδο όσο και στις σχέσεις της Τουρκίας με την ΕΕ. Όλα τα παραπάνω πέντε στοιχεία φέρουν αναμφίβολα την σφραγίδα της απερχόμενης Γερμανίδας Καγκελαρίου.
Το ερώτημα που τίθεται είναι εάν η αποχώρηση από την Καγκελαρία της Μέρκελ θα σημάνει αλλαγή στην γερμανική πολιτική.
Στο παρόν άρθρο μας ενδιαφέρει η γερμανική πολιτική έναντι της χώρας μας. Όπως και γενικότερα έτσι και όσον αφορά την Ελλάδα δεν πρέπει να αναμένουμε θεαματικές αλλαγές στην γερμανική εξωτερική πολιτική στις ελληνογερμανικές σχέσεις. Στο μέτρο που οι σχέσεις αυτές αφορούν καθαρά το διμερές επίπεδο αναμένεται να ενισχυθούν, κανένας δεν είναι εναντίον. Όσον αφορά τον ετεροκαθορισμό τους από τρίτους παράγοντες και ειδικότερα την ΕΕ και την Τουρκία υπάρχει διαφοροποίηση. Για μεν την ΕΕ ρόλο θα παίξει η συμμετοχή των Πρασίνων και των Φιλελευθέρων στην κυβέρνηση, οι οποίοι έχουν διαμετρικά αντίθετες θέσεις όσον αφορά το θέμα της δημοσιονομικής πειθαρχίας στην ΕΕ και την συνέχιση του Συμφώνου Σταθερότητας. Ζητούμενο είναι ποίου οι θέσεις θα επικρατήσουν και σε τι βαθμό. Είναι πάντως πολύ δύσκολο με οποιαδήποτε κυβέρνηση να συνεχισθεί η αυστηρή εφαρμογή του Συμφώνου Σταθερότητας και η εξαντλητική πολιτική λιτότητας έναντι των χωρών του Νότου και ιδίως της Ελλάδας και λόγω πανδημίας και λόγω της συνετής δημοσιονομικής πολιτικής που επιδεικνύει η χώρα μας τα τελευταία χρόνια.
Όσον αφορά την Τουρκία, δεδομένου ότι δεν θα δούμε εντυπωσιακές αλλαγές στις γερμανοτουρκικές σχέσεις αναλόγως μην περιμένουμε θεαματικές μεταβολές και στην στάση της Γερμανίας στα ελληνοτουρκικά. Μπορεί μεν οι Πράσινοι να τηρούν πολύ επικριτική στάση έναντι της Τουρκίας σε θέματα κράτους δικαίου, προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και εξοπλισμών, δεν είναι σίγουρο, όμως, ότι θα τηρήσουν την ίδια σκληρή στάση έναντι της Τουρκίας και στα ελληνοτουρκικά και μάλιστα όχι ως Αντιπολίτευση αλλά ως κόμμα του κυβερνητικού συνασπισμού. Ας θυμηθούμε τις κοκκινοπράσινες κυβερνήσεις Σρέντερ με την συμμετοχή των Πρασίνων και την στάση των τελευταίων τόσο στο θέμα των εξοπλισμών της Τουρκίας όσο και στους βομβαρδισμούς της Σερβίας. Οι λόγοι δεν είναι βεβαίως, όπως αφελώς και ανοήτως υποστηρίζεται από μερικούς στην χώρα μας ότι οι Γερμανοί είναι δήθεν «φιλότουρκοι» και «ανθέλληνες» αλλά γιατί υπάρχουν δομικά συμφέροντα της Γερμανίας στην Τουρκία τα οποία έχουν ενισχυθεί τα τελευταία 20 χρόνια με χιλιάδες γερμανοτουρκικές επιχειρήσεις λόγω των εκατομμυρίων Τούρκων στην Γερμανία.
Άλλωστε στην Γερμανία η πολιτική καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από την επίδραση που ασκούν στην κυβέρνηση και τα κόμματα το επιχειρηματικό κεφάλαιο και το λεγόμενο στρατιωτικοοικονομικό κατεστημένο που έχει μεγάλα συμφέροντα από την πώληση στρατιωτικού εξοπλισμού στην Τουρκία.
Ο συνδυασμός «φανάρι» είναι με βάση τις θέσεις των κομμάτων ο πιο συμφέρων για τις ελληνικές θέσεις, αλλά μέχρι οι θέσεις αυτές να μετουσιωθούν σε πράξη υπάρχει πολύ μεγάλη απόσταση. Γι αυτό μην περιμένουμε πολλά από την νέα Γερμανική κυβέρνηση και να φροντίσουμε μόνοι μας με τις δυνάμεις μας και τις συμμαχίες μας εντός και εκτός ΕΕ να δείξουμε στους άλλους και βεβαίως και στους Γερμανούς ότι θα πρέπει να μας παίρνουν στα σοβαρά.
*Ο Χαράλαμπος Τσιλιώτης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Συνταγματικού και Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων Πανεπιστημίου Πελοποννήσου
Πηγή: Eφημερίδα « Η Φωνή της Ανατολικής Αττικής»