Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης συναντήθηκε, στο Μέγαρο Μαξίμου, με την Ευρωπαία Επίτροπο για θέματα Υγείας και Ασφάλειας Τροφίμων, Στέλλα Κυριακίδου.
Κατά την έναρξη της συνάντησής τους ο πρωθυπουργός εξέφρασε την εκτίμηση «ότι φτάνουμε πια στο τέλος αυτής της πρωτοφανούς υγειονομικής κρίσης την οποία κληθήκαμε να αντιμετωπίσουμε», σημειώνοντας ότι «η πρόοδος στο μέτωπο της πανδημίας θα εξαρτηθεί απόλυτα από την πρόοδο στους ρυθμούς των εμβολιασμών».
«Εμείς στην Ελλάδα έχουμε ξεπεράσει αισίως τα 7,5 εκατομμύρια εμβόλια τα οποία έχουν χορηγηθεί πια σε συμπολίτες μας. Αλλά από δω και στο εξής ειδικά καθώς θα μπαίνουμε στον Ιούλιο το πρόβλημα δεν θα είναι η διαθεσιμότητα τόσο των εμβολίων όσο η προθυμία των υπολοίπων συμπολιτών μας πια να εμβολιαστούν. Νεότερες ηλικίες, οι οποίες πρέπει να πειστούν και αυτές να συμμετέχουν στη διαδικασία του εμβολιασμού, είναι κάτι στο οποίο αποδίδω πολύ μεγάλη σημασία. Και, βέβαια, να κλείσουμε κάποια κενά σε εμβολιασμούς συμπολιτών μας μεγαλύτερης ηλικίας οι οποίοι ενδεχομένως να αντιμετώπισαν τη διαδικασία με μεγάλη επιφυλακτικότητα, τώρα όμως δεν έχουν κανένα λόγο πια να είναι επιφυλακτικοί καθώς τα εμβόλια έχουν αποδειχθεί ότι είναι εξαιρετικά αποτελεσματικά. Και, βέβαια, είναι απολύτως ασφαλή όλα τα εμβόλια, να το τονίσω και αυτό, έχει τη σημασία του να το λέμε», πρόσθεσε ο πρωθυπουργός.
Στη συνέχεια ευχαρίστησε στο πρόσωπο της Στέλλας Κυριακίδου «συνολικά την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία πήρε τη δύσκολη πολιτικά απόφαση να προμηθευτεί τα εμβόλια ως Ευρωπαϊκή Ένωση και να τα διανείμει στα κράτη-μέλη με μοναδικό κριτήριο τον πληθυσμό τους και να μην κάνει καμία διάκριση μεταξύ χωρών, φτωχότερων, πιο πλούσιων, μεγάλων, πιο μικρών, αυτό νομίζω ήταν μία σημαντική επιτυχία της ευρωπαϊκής πολιτικής. Πολύ σημαντικότερο, όμως, είναι ότι έχουμε επαρκή εμβόλια πια και για τον χειμώνα, για το επόμενο έτος, σε περίπτωση που φαίνεται αρκετά πιθανό να χρειαστεί μία επιπλέον ενισχυτική δόση για όλο τον πληθυσμό μας. Και θεωρώ επίσης εξαιρετικά ενδιαφέρον το γεγονός ότι ανοίγει η συζήτηση για το τί μπορούμε να κάνουμε περισσότερο σε ευρωπαϊκό επίπεδο γύρω από τα θέματα υγείας».
Από την πλευρά της η Επίτροπος Υγείας δήλωσε ότι έχει «εξαιρετική σημασία να προχωρήσει το εμβολιαστικό πρόγραμμα σε όλα τα κράτη-μέλη. Βρισκόμαστε σε μία -θα έλεγα- εύθραυστη φάση της πανδημίας όπου έχουμε πολλούς λόγους να είμαστε αισιόδοξοι με τα εμβόλια που έχουμε, αλλά σίγουρα δεν μπορεί να υπάρχει εφησυχασμός. Επίσης θέλω να σας ευχαριστήσω για τη στήριξή σας, για την Ευρωπαϊκή Ένωση Υγείας και για όλες τις προτάσεις που έχουμε υποβάλει. Είναι φανερό ότι θα πρέπει να προχωρήσουμε και με δομικές αλλαγές, ώστε να μπορούμε να αντιμετωπίσουμε μελλοντικά κρίσεις που μπορεί να έχουμε μπροστά μας. Για εμάς πρωταρχικός στόχος είναι να συνεχίσουμε όλοι μαζί με τον ίδιο τρόπο όπως είχαμε μέχρι τώρα με τη στρατηγική για τα εμβόλια».
Στη συνέχεια η κ. Κυριακίδου αναφέρθηκε στη στρατηγική που έχει ήδη ανακοινωθεί για θεραπευτικά προγράμματα, ώστε να υπάρξει πρόσβαση σε θεραπευτικά σχήματα και για όλα τα κράτη-μέλη ανεξαρτήτως μεγέθους. «Όπως και με τα εμβόλια, έχουμε ήδη υπογράψει συμφωνία με μία εταιρεία για το 2022 -2023 και έχει ολοκληρωθεί χθες το βράδυ και δεύτερη συμφωνία με ακόμα μία εταιρία για εμβόλια για το 2022 – 2023 και θα προχωρήσουμε ξανά με ένα χαρτοφυλάκιο που θα μας εξασφαλίζει ιδιαίτερα όσον αφορά και τις μεταλλάξεις. Σε όλα τα κράτη – μέλη αυτό που παρακολουθούμε, σήμερα, είναι μία θα έλεγα καθοδική πορεία στον αριθμό των κρουσμάτων του κορωνοϊού, ευτυχώς και στις νοσηλείες, αλλά ταυτόχρονα παρακολουθούμε πολύ στενά την εξέλιξη των μεταλλάξεων, ιδιαίτερα της μετάλλαξης Δέλτα, που όπως ξέρετε ταλαιπωρεί αυτή τη στιγμή το Ηνωμένο Βασίλειο. Γι’ αυτό θέλω να σας εκφράσω πραγματικά τις ευχαριστίες, τις δικές μου, της Επιτροπής, της Προέδρου για όλη τη στήριξη της Ελλάδας όλον αυτό το δύσκολο ενάμιση χρόνο και θα είμαστε δίπλα σας για να μπορούμε να προχωρήσουμε μαζί ώστε να εξέλθουμε το συντομότερο της πανδημίας».
Στη συνάντηση από ελληνικής πλευράς συμμετείχαν ο Υπουργός Υγείας, Βασίλης Κικίλιας και η Διευθύντρια του Διπλωματικού γραφείου του Πρωθυπουργού, Πρέσβης Ελένη Σουρανή.
Πηγή: kathimerini.gr