Η περασμένη εβδομάδα ήταν ίσως η πρώτη φορά, εδώ και περίπου τρία χρόνια, που ο Δημήτρης Λιότσιος, o πραγματογνώμονας για την υπόθεση στο Μάτι, ένιωσε ανακούφιση. Ο εισαγγελέας Πρωτοδικών Νικόλαος Αντωναράκος εισηγήθηκε στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών πως το ηχητικό ντοκουμέντο –στο οποίο ο πρώην αρχηγός του Πυροσβεστικού Σώματος Βασίλης Ματθαιόπουλος τον εκβιάζει και τον απειλεί– μπορεί να χρησιμοποιηθεί στο δικαστήριο.
Ολα ξεκίνησαν όταν τον Ιούλιο του 2020, με αφορμή το δημοσίευμα της «Καθημερινής» που αποκάλυπτε το περιεχόμενο της συνομιλίας, ακολούθησε μια σειρά μηνύσεων – μία από αυτές του Λιότσιου κατά του Ματθαιόπουλου. «Μηνύω τον πρώην αρχηγό του Πυροσβεστικού Σώματος για την αξιόποινη πράξη της απόπειρας παράνομης βίας που τελέστηκε εις βάρος μου (…) και όποιων άλλων τυχόν αδικημάτων προκύψουν κατόπιν της προκαταρκτικής εξετάσεως», ανέφερε τότε. Σχηματίστηκε δικογραφία, αλλά ο Ματθαιόπουλος (ο οποίος επίσης υπέβαλε μήνυση κατά του Λιότσιου) με δύο υπομνήματά του αμφισβήτησε τη «νομιμότητα συμπερίληψης, λήψης γνώσης και αποδεικτικής αξιοποίησης αυτού του ψηφιακού αρχείου ήχου».
Ισχυρίστηκε δηλαδή πως αφού το περιεχόμενο αυτό είναι προϊόν παράνομης πράξης, πρέπει να βγει από τη δικογραφία και να τεθεί στο αρχείο. Ο εισαγγελέας είχε, όμως, αντίθετη γνώμη.
Η «Κ» αποκαλύπτει το σκεπτικό πίσω από την πρόταση στο κομβικής σημασίας ζήτημα.
Το ιστορικό
Οπως προκύπτει από τη δικογραφία, ο Λιότσιος ήταν εγγεγραμμένος στη λίστα πραγματογνωμόνων της Πυροσβεστικής και γι’ αυτό του ζητήθηκε να αναλάβει την έρευνα για το Μάτι. Δέχτηκε χωρίς δεύτερη σκέψη και ξεκίνησε άμεσα, ζητώντας αρχικά διάφορα έγγραφα από την υπηρεσία του. Κάποιοι δυσανασχέτησαν, άλλοι όμως αρνήθηκαν ευθέως να συνδράμουν, λέγοντάς του πως δεν είχε δικαίωμα να ερευνήσει ερωτήματα πέραν αυτών του διοριστηρίου του. Εκείνος απόρησε για το πώς γνώριζαν αυτή τη λεπτομέρεια. Ο ίδιος, άλλωστε, θεωρούσε ότι το έγγραφο του διοριστηρίου ήταν κάτι τυπικό, αλλά γρήγορα επιβεβαίωσε πως το μόνο που του έχει ζητηθεί είναι ένα πόρισμα «για τις επικρατούσες συνθήκες. Καιρικές και περιβαλλοντικές κατά την εκδήλωση της πυρκαγιάς. Ποια ήταν η αρχική εστία και εάν ήταν περισσότερες από μία». Ο Λιότσιος, γνωρίζοντας πως τα ερωτήματα αυτά είναι στην πραγματικότητα επουσιώδη, απευθύνθηκε στην Εισαγγελία ζητώντας την άδεια να κάνει μια έρευνα εις βάθος. Εάν δεν υπήρχε αυτή η δυνατότητα, τους είχε πει τότε, δεν έχει κανένα νόημα να συνεχίσει. Ο εισαγγελέας Ηλίας Ζαγοραίος αποδέχτηκε το αίτημα και με δική του πρωτοβουλία τού έστειλε την ίδια κιόλας ημέρα (3 Αυγούστου) ένα νέο διοριστήριο, αυτή τη φορά δίνοντάς του το ελεύθερο να διερευνήσει ό,τι θεωρεί εκείνος σημαντικό. Και έτσι έκανε.
Την Πέμπτη 21 Σεπτεμβρίου 2018, όμως, ο αρχηγός της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας –και ιεραρχικά προϊστάμενός του– τον κάλεσε σε συνάντηση στο γραφείο του προκειμένου, όπως του είπε, να συζητήσει μαζί του ένα σοβαρό ζήτημα. Ο Λιότσιος, έχοντας ήδη δεχθεί το προηγούμενο διάστημα πιέσεις από ανώτατα στελέχη του Σώματος, αποφάσισε να καταγράψει τη συνομιλία μέσω της τηλεφωνικής του συσκευής.
Η συνάντηση διήρκεσε συνολικά 33 λεπτά και 12 δευτερόλεπτα, κατά τα οποία ο τότε αρχηγός επιχείρησε, σύμφωνα με όσα περιλαμβάνονται στη μήνυση του Λιότσιου, με απειλές και πιέσεις να παρέμβει στο έργο του προκειμένου να συντάξει ψευδή πραγματογνωμοσύνη και να διενεργήσει ελλιπή και πλημμελή έρευνα, για να μην αποκαλυφθούν ποινικές ευθύνες των εμπλεκόμενων μερών. Και όλα αυτά, ισχυριζόμενος, σύμφωνα με το ηχητικό ντοκουμέντο, πως έπραττε με εντολή της τότε πολιτικής ηγεσίας.
Στο ηχητικό που έφερε στη δημοσιότητα πέρυσι η «Κ», ο τότε αρχηγός της Πυροσβεστικής, Βασίλης Ματθαιόπουλος, ακούγεται να του λέει πως έχει μια πληροφόρηση, για το πόρισμα που ήταν έτοιμος να καταθέσει: «Εγώ κλήθηκα σε ανώτατο επίπεδο και μου λένε, ο κύριος Λιότσιος; Εντάξει (λέω) θα βοηθήσει. Τι θα βοηθήσει; Εδώ καταφέρεται και κάνει κρίσεις ανωτέρων του, με ποιο δικαίωμα; (…) Ο κ. Λιότσιος πρέπει να φτιάξει ένα πόρισμα για τη φωτιά και όχι μέσα από το πόρισμα να φαίνεται ποιος φταίει. Κάλεσέ τον και πες του τα. Σε κάλεσα λοιπόν και σ’ τα είπα. Για να ξυπνήσεις». Στην ίδια συνάντηση άλλοτε προσπαθεί να τον καλοπιάσει: «Σε έχω στην άκρη της καρδιάς μου και θα σε στηρίξω γιατί είσαι εξελίξιμος, έχεις τα προσόντα να φτάσεις στην ηγεσία», αλλά στη συνέχεια αλλάζει: «Πού πας εσύ να δείξεις ικανότητες με τα θηρία, με 100 νεκρούς. Πού πας, ρε;» του λέει. «Εάν γράψεις για ευθύνες των ανωτέρων σου, όλοι θα μαζευτούμε και θα σε σκίσουμε», του ξεκαθαρίζει. Τον επιπλήττει που ζητάει έγγραφα από τη Ρένα Δούρου, το δασαρχείο ή από το Σώμα, και τον κατηγορεί πως δεν έχει τις κατάλληλες γνώσεις για να αξιολογήσει τι έφταιξε: «Τα βάζεις με το δασαρχείο; Θα σου ανοίξουν τον κ… Θα τα βάλεις με τη Δούρου; Θα σου ανοίξει τα καπούλια…».
Οταν ο Λιότσιος προσπαθεί να του πει πως το πόρισμά του είναι βασισμένο στα στοιχεία και στα έγγραφα που έχει συλλέξει, ο συνομιλητής του τα απορρίπτει. Οσο για την πραγματογνωμοσύνη που πρέπει να παραδώσει στον εισαγγελέα, του λέει πως δεν χρειάζονται πολλές λεπτομέρειες: «Φτιάχ’ τα απλά και ας σε περάσουν για κουτό. (…) Πέντε πραγματάκια: άνεμοι, καύσιμος ύλη, μείξη πεύκων με σπίτια, δόμηση αναρχική, αυθαίρετη. Με αποτέλεσμα η πυρκαγιά μέσα στη μία ώρα να φύγει. Εγώ δεν σε βάζω ούτε να μπλέξεις ούτε τίποτα, πέντε πραγματάκια γράψε από την εμπειρία σου, αν είναι ελλιπή στοιχεία στα αρ…α σου, τι θα σου πει ο εισαγγελέας; Τίποτα. Αυτά είχα, αυτά βρήκα, αυτά έβαλα. Εάν δεν σας κάνουν, βάλτε άλλους (σ.σ. πραγματογνώμονες)».
«Ξέρει ο εισαγγελέας τι χαρτιά έχεις ζητήσει;» ρωτάει ο Ματθαιόπουλος. Ο Λιότσιος του εξηγεί πως τα περισσότερα έγγραφα έχουν ήδη κοινοποιηθεί στην Εισαγγελία. Τότε ο πρ. αρχηγός του Πυροσβεστικού Σώματος τον προτρέπει να δει ποια δεν έχουν κοινοποιηθεί και να τα θάψει: «Κοίτα ποια έχουν, ποια δεν έχουν… και θάψ’ τα. Με ηρεμία, δεν χρειάζεται πανικός».
Οι μηνύσεις
Στην ηχογραφημένη συνομιλία, ο Ματθαιόπουλος επαναλαμβάνει δύο φορές πως του μιλάει ακολουθώντας εντολές της τότε πολιτικής ηγεσίας και σε κάποιο σημείο διευκρινίζει ότι η εντολή για συγκάλυψη ήρθε από «την υπουργό»: «Η υπουργός αυτό μου είπε. Κάλεσέ τον και πες του μη γράψει για ευθύνες ανωτέρων και μη γράψει ότι ευθύνεται ο δήμαρχος, η Δούρου, ή κάποια υπηρεσία, ή το δασαρχείο». Ο Λιότσιος έφυγε από το γραφείο σοκαρισμένος. Δεν υπέκυψε όμως. Πριν πάει σε εκείνη τη συνάντηση είχε ήδη ολοκληρώσει την πραγματογνωμοσύνη για το Μάτι. Την είχε τυπώσει σε ένα και μοναδικό αντίτυπο και εκείνο το ίδιο αντίτυπο παρέδωσε την επομένη της συνομιλίας στον εισαγγελέα χωρίς να αναφερθεί στις συγκεκριμένες απειλές που έχει ηχογραφήσει. Το πόρισμά του μπήκε στη δικογραφία. Στην πορεία συνεργάστηκε με τις δικαστικές αρχές για διευκρινίσεις και με συμπληρωματικές καταθέσεις. Αποφάσισε πέρυσι τον Μάρτιο να καταθέσει στην ανάκριση τη συνομιλία με τον πρώην αρχηγό της Πυροσβεστικής, κατ’ αρχάς για να προστατευθεί (ο ίδιος θεωρεί πως μια απόπειρα δολιοφθοράς στη μηχανή συνδέεται με την υπόθεση), αλλά κυρίως για να μην υπάρχουν πλέον σκιές συγκάλυψης. Τον Ιούλιο, μετά την αποκάλυψη της «Κ», ακολούθησε σειρά μηνύσεων. Η Ολγα Γεροβασίλη (που είχε αναλάβει υπουργός Προστασίας του Πολίτη όταν η συνομιλία έλαβε χώρα), ισχυριζόμενη πως οι «δυσφημιστικές και συκοφαντικές αναφορές ουδεμία σχέση έχουν με την πραγματικότητα», μήνυσε την εφημερίδα, τον Ματθαιόπουλο, αλλά και τον Λιότσιο. Οι δύο τελευταίοι αλληλομηνύθηκαν.
Ο ανακριτής θέτει ξανά το αίτημά του για κακούργημα
Ο εισαγγελέας Πρωτοδικών κλήθηκε να μελετήσει τη δικογραφία, τις καταθέσεις των εμπλεκομένων, καθώς και τα υπομνήματα του Ματθαιόπουλου, και να αποφασίσει για τη χρήση ή μη του ηχητικού. Στην πρότασή του, που αριθμεί 14 σελίδες, αναλύεται το σκεπτικό με το οποίο προτείνει να παραμείνει στη δικογραφία η ηχογραφημένη συνομιλία.
Κατ’ αρχάς, διευκρινίζει πως δεν αμφισβητείται πως πρόκειται για υποκλοπή, ούτε προβαίνει σε ουσιαστική εκτίμηση του περιεχομένου – αφού δεν ήταν αυτό το ζητούμενο. Σημειώνει, πάντως, πως από την τεχνική ανάλυση που έγινε «δεν προέκυψαν ενδείξεις ή ίχνη που να δείχνουν στοιχεία νοηματικής ή φωνητικής ασυμβατότητας και ασυνέχειας και να υποδηλώνουν ότι το ηχητικό περιεχόμενο είχε στοιχεία αποκοπής συρραφής ή μοντάζ». Το ηχητικό, επιβεβαιώνει και εκείνος, είναι γνήσιο.
Συνεχίζει, γράφοντας πως η επίμαχη συνομιλία έλαβε χώρα στο γραφείο του Ματθαιόπουλου χωρίς τη φυσική παρουσία άλλων μαρτύρων, και άρα ο Δημήτρης Λιότσιος δεν είχε άλλο στοιχείο ή τρόπο για να αποδείξει τους ισχυρισμούς του πέρα της προσωπικής του μαρτυρίας, που θα ερχόταν σε αντίθεση με τη μαρτυρία του τότε αρχηγού: «Εάν δεν το είχε κάνει, θα έπρεπε να ανεχθεί την άσκηση πίεσης στο πρόσωπό του με σκοπό την αλλοίωση της κρίσης του ως οργάνου επιβοηθούντος τη Δικαιοσύνη ή να υποστεί κυρώσεις». Σημειώνει επίσης πως η επίμαχη συνομιλία, ανεξάρτητα από τον τρόπο και τον χρόνο που έλαβε χώρα, δεν ανάγεται στη σφαίρα της προσωπικής και ιδιωτικής ζωής, αλλά «πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο των ανατεθειμένων σε αυτούς υπηρεσιακών καθηκόντων. (…) Η εκτέλεση τούτων υπόκειται σε δημόσιο έλεγχο και κριτική». Ενώ λαμβάνοντας υπ’ όψιν τη σοβαρότητα της συγκεκριμένης πραγματογνωμοσύνης, ενός τραγικού συμβάντος που είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια δεκάδων ανθρώπινων ζωών, ο εισαγγελέας κρίνει πως η προσπάθεια επηρεασμού αποτελεί σοβαρό εμπόδιο στην ουσιαστική διερεύνηση και ανεύρεση της αλήθειας. «Θα μπορούσε να είναι τροχοπέδη στην αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας», καταλήγει και για όλους τους παραπάνω λογούς πρότεινε, την περασμένη Δευτέρα, να απορριφθεί το αίτημα του Βασίλη Ματθαιόπουλου και να συμπεριληφθεί στη δικογραφία η απομαγνητοφώνηση του ηχητικού.
Την πρότασή του αυτή τώρα θα την κρίνει το Συμβούλιο – λογικά εντός του μήνα. Οι συνήγοροι του Λιότσιου, Ιωάννης Θ. Ηρειώτης και Βασίλειος Χ. Αρβανίτης, είναι αισιόδοξοι πως η απόφαση του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών θα συνταχθεί με την πρόταση του εισαγγελέα. Αλλωστε, όπως σημειώνουν, μπορεί η καταγραφή των ιδιωτικών συνομιλιών να μην επιτρέπεται, αλλά η απαγόρευση αυτή κάμπτεται υπό προϋποθέσεις και έχει υπάρξει νομολογία στο παρελθόν σε αντίστοιχες υποθέσεις.
Για τον Λιότσιο, είναι μια πρώτη δικαίωση. Οταν πριν από τρία χρόνια κλήθηκε να ερευνήσει σε βάθος την υπόθεση, το έκανε δίχως να αναλογιστεί το κόστος. Από την πρώτη στιγμή ήξερε πως οι ισορροπίες θα ήταν λεπτές, όμως δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί το τι θα επακολουθούσε. Η πορεία της υπόθεσης μάλλον επιβεβαιώνει κάποιες από τις διισχυριζόμενες απειλές του Ματθαιόπουλου: Πως εάν δεν υπέκυπτε στις πιέσεις, θα έμπλεκε σε ένα δικαστικό κυκεώνα. «Αυτή η υπόθεση δεν κλείνει. Θα κλείσει σε έξι-επτά χρόνια, κάθε μέρα θα πηγαίνεις το πρωί στο δικαστήριο και μετά στην υπηρεσία. (…) Και θα σε παίρνει ο δικηγόρος του Τερζούδη (ο πρώην αρχηγός του Σώματος), μετά θα σε παίρνει ο δικηγόρος του Ματθαιόπουλου και θα σ’ το κάνει το κωλάκι τόσο», του είχε πει. Σήμερα, πέρα από τα δικαστήρια στα οποία θα κληθεί ως μάρτυρας, έχει να αντιμετωπίσει τουλάχιστον δύο μηνύσεις (από την Ολγα Γεροβασίλη και τον Βασίλη Ματθαιόπουλο) αλλά και διάφορα εμπόδια στο Πυροσβεστικό Σώμα, στο οποίο ακόμη υπηρετεί. Μεταξύ άλλων, του αρνούνται την άδεια ασκήσεως ιδιωτικού επαγγέλματος, την οποία βάσει νόμου δικαιούται και πολλοί συνάδελφοί του την παίρνουν χωρίς κάποια δυσκολία – η συγκεκριμένη υπόθεση θα κριθεί τους επόμενους μήνες από το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών.
Και βέβαια, πέρα από τις δικογραφίες που αφορούν τις μηνύσεις με αφορμή τις αποκαλύψεις, υπάρχει και η δικαστική εξέλιξη για την ουσία της υπόθεσης: η δικογραφία για το Μάτι. Συγκεκριμένα, μετά τις τρεις απορρίψεις στα αιτήματα του ανακριτή για αναβάθμιση της κατηγορίας από πλημμέλημα σε κακούργημα, η δικογραφία θα διαβιβαστεί τώρα στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών και τα μέλη του θα αποφανθούν για την παραπομπή ή μη των κατηγορουμένων σε δίκη. Το γεγονός πως ο ανακριτής σε έγγραφό του που συνοδεύει τη δικογραφία θέτει ξανά το αίτημά του για κακούργημα, σημαίνει ότι το συμβούλιο δύναται να γυρίσει πίσω τη δικογραφία και να εξεταστεί εκ νέου, για τέταρτη φορά, το αίτημα από εισαγγελέα. Εάν γίνει αυτό, θα κριθεί οριστικά.
Πηγή: kathimerini.gr