Η κυβέρνηση επεξεργάζεται λύση που θα επαναφέρει την τιμή της κιλοβατώρας που πληρώνει ο καταναλωτής στα μέσα επίπεδα της τιμής του α’ εξαμήνου του 2021, προκειμένου να φύγει το δυσβάστακτο βάρος από τους προϋπολογισμούς των νοικοκυριών και εφόσον η Ευρωπαϊκή Ενωση δεν αποφασίσει μια κοινή λύση.
Αυτό σημαίνει ότι ο στόχος είναι να επανέλθουν οι τιμές στα 16,6 λεπτά η κιλοβατώρα που ήταν ο μέσος όρος του α’ εξαμήνου του 2021, από 25 λεπτά που είναι σήμερα μαζί με την επιδότηση και θα ήταν 33 λεπτά χωρίς την επιδότηση. Το επιτελείο της κυβέρνησης δουλεύει πάνω σε αυτό τον άξονα και αναζητεί τόσο τα κεφάλαια που θα απαιτηθούν για μια τέτοια ριζοσπαστική απάντηση στην ενεργειακή ακρίβεια όσο και τους τρόπους με τους οποίους θα εφαρμοστεί το σχέδιο παρέμβασης στη λιανική τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος.
Ο πρωθυπουργός φέρεται αποφασισμένος, παράλληλα με τις κινήσεις που κάνει για την εξεύρεση μιας κοινής ευρωπαϊκής λύσης για το χρηματοδοτικό μοντέλο και την αποσύνδεση των δαπανών που θα απαιτηθούν από το έλλειμμα του Προϋπολογισμού, να εφαρμόσει μια οριστική λύση στο τεράστιο πρόβλημα που έχει δημιουργηθεί με την ακρίβεια. Ζήτησε μάλιστα από τους συνεργάτες του να ετοιμάσουν έναν μηχανισμό που θα παρεμβαίνει αμέσως μόλις οι τιμές της κιλοβατώρας πάνε να ξεφύγουν πάνω από τον μέσο όρο του α’ εξαμήνου του 2021, δηλαδή προτού αρχίσει σταδιακά η ανιούσα των τιμών σε φυσικό αέριο και ηλεκτρικό ρεύμα.
Οι σχετικές ανακοινώσεις θα γίνουν μέσα στον Μάιο και αφού πρώτα λάβει γνώση των προθέσεων της Κομισιόν, η οποία ετοιμάζει το δικό της σχέδιο που θα θέσει στην κρίση της Συνόδου Κορυφής η οποία θα έχει και τον τελικό λόγο.
Οι πρώτες εκτιμήσεις για το ελληνικό σχέδιο παρέμβασης προστασίας των καταναλωτών ανεβάζουν το κόστος στα 4 δισ. για την τρέχουσα χρονιά, πέραν όσων έχουν ήδη δοθεί, και ήδη αναζητούνται τρόποι ανεύρεσης αυτού του ποσού χωρίς να εκτροχιαστεί ο προϋπολογισμός.
Τις επόμενες ημέρες το οικονομικό επιτελείο ετοιμάζεται να θέσει στην κρίση του πρωθυπουργού 3-4 πιθανά εναλλακτικά σενάρια παρέμβασης.
«Το σίγουρο είναι ότι θα υπάρξει μια μεγάλη παρέμβαση για την ενεργειακή κρίση», λέει κορυφαίο στέλεχος του οικονομικού επιτελείου στο «ΘΕΜΑ».
Τα μέτρα θα έχουν ορίζοντα εφαρμογής από τον Ιούνιο, καθώς η κυβέρνηση θα αναμένει αποφάσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τόσο στη Σύνοδο Κορυφής στα τέλη Μαΐου για κοινές δράσεις καταπολέμησης των επιπτώσεων του πολέμου και της κερδοσκοπίας (δηλαδή τα περιβόητα «windfall profits» ή «ουρανοκατέβατα κέρδη», όπως αναφέρονται διεθνώς) όσο και στο Eurogroup λίγες ημέρες πριν, για μεγαλύτερα δημοσιονομικά περιθώρια στον σχεδιασμό και την υλοποίηση των παρεμβάσεων στήριξης των νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
Πριν από την εθνική λύση η κυβέρνηση προσβλέπει σε ευρωπαϊκή. Οχι απλώς για να ρίξει χρήμα η Ευρώπη (π.χ. από τα 230 εκατ. ευρώ που έμειναν αδιάθετα από το 1 τρισ. του Ταμείου Ανάκαμψης) ώστε να εξοικονομήσει κόστη κάθε κράτος-μέλος.
«Η Ευρώπη πρέπει να παρέμβει πρώτη. Θα μπορούσε, για παράδειγμα, να αγοράζει αέριο για όλα τα κράτη-μέλη και να πετύχει καλύτερες τιμές βάζοντας και πλαφόν, όμως, για να κόψει τα ουρανοκατέβατα κέρδη, τα οποία έχουν η Ρωσία από το φυσικό αέριο (και… τα κάνει πόλεμο στην Ουκρανία) καθώς και όσοι εμπορεύονται υγροποιημένο αέριο LNG», λέει παράγοντας που μετέχει στις επιτελικές συσκέψεις για τα μέτρα. «Γιατί, ακόμα κι αν βρει τρόπο να αγοράζει φτηνό αέριο, η Ελλάδα δε μπορεί να σπάσει από μόνη της τα υφιστάμενα συμβόλαια που είναι συνδεδεμένα με τις διεθνείς τιμές φυσικού αερίου (TTF) και θα εξακολουθεί να τα πληρώνει πανάκριβα».
Το εθνικό σχέδιο «θα είναι ένας συνδυασμός δράσεων, θα παρεμβαίνει στην “πηγή του κακού” (σ.σ.: όπως η επιδότηση στο ντίζελ κίνησης που ήδη ισχύει), αλλά θα επιφέρει σημαντικό όφελος και σε πολλούς τομείς της οικονομίας και της κοινωνίας», αναφέρει πηγή με γνώση των συζητήσεων.
Πλην συγκλονιστικού απροόπτου, έως τον Μάιο θα εφαρμοστεί το υφιστάμενο πλαίσιο επιδοτήσεων σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Για τον Απρίλιο το σύνολο των επιδοτήσεων θα υπερβεί τα 600 εκατ. ευρώ.
Για να στηρίξει ένα πακέτο μέτρων έως 4 δισ. ευρώ, το υπουργείο Οικονομικών εξαντλεί κάθε δημοσιονομικό περιθώριο και κινείται σε 4+1 άξονες:
1. Αναθεωρεί τον στόχο για το πρωτογενές έλλειμμα. Στο νέο Μεσοπρόθεσμο που στέλνει στις Βρυξέλλες αυξάνει την πρόβλεψη για το έλλειμμα από 1,4% του ΑΕΠ σε 2% το 2022. Αυτό σημαίνει πρόβλεψη για επιπλέον κρατικές δαπάνες 1 δισ. ευρώ.
2. Αξιοποιεί την επίδραση που έχει το 2022 η καλύτερη από το αναμενόμενο πορεία του ελλείμματος και της ανάπτυξης το 2021 (carry-over). Η υπεραπόδοση της οικονομίας επιφέρει φέτος θετική επίδραση κατά 1% στην ανάπτυξη και περίπου 1 δισ. ευρώ στα φορολογικά έσοδα.
3. Δημιουργεί «μαξιλάρι» 1,4 δισ. ευρώ για επιπλέον κρατικές δαπάνες από όσες είχαν προϋπολογιστεί. Μετά την κατάθεση του συμπληρωματικού προϋπολογισμού 2 δισ. στη Βουλή, τα 590 εκατ. θα διατεθούν τώρα, μες στη Μεγάλη Εβδομάδα (σε νοικοκυριά με παιδιά, ευπαθείς ομάδες, αγρότες και αυτοκινητιστές ταξί), ενώ τα άλλα θα αξιοποιηθούν για παροχές στο β’ εξάμηνο της χρονιάς.
4. Εξετάζει τη δυνατότητα φορολόγησης πιθανών υπερκερδών από τις εταιρείες ηλεκτρικής ενέργειας – αν και με αβέβαια προς το παρόν προσδοκώμενα έσοδα.
5. Αν οι συνθήκες το απαιτήσουν, με αύξηση του ελλείμματος φέτος κατά 1 μονάδα (3% αντί 2%) τα νέα μέτρα στήριξης μπορούν να αυξηθούν κατά 1,8 δισ. – αν και στο υπουργείο Οικονομικών το απεύχονται επειδή θα αυξήσει και το δημόσιο χρέος 2 δισ. ευρώ.
Ελληνικό μοντέλο
Ποια σχέδια και δεδομένα επεξεργάζεται όμως το κυβερνητικό επιτελείο για να δώσει πιο μόνιμες λύσεις στο ενεργειακό κόστος;
Ο πρωθυπουργός έχει δηλώσει επανειλημμένα ότι χρειάζεται να ληφθούν μέτρα στη χονδρεμπορική αγορά προκειμένου να αντανακλά τις θεμελιώδεις αρχές της προσφοράς και της ζήτησης.
Σήμερα, το μοντέλο τιμολόγησης της ηλεκτρικής ενέργειας που εφαρμόζεται αντικατοπτρίζει μια εποχή κατά την οποία οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) ήταν ακριβότερες από τα ορυκτά καύσιμα και η αγορά προσπαθούσε να ενθαρρύνει την ένταξή τους στο ενεργειακό μείγμα.
Αυτό, όπως έχει δηλώσει και ο κ. Κυριάκος Μητσοτάκης, πλέον δεν ισχύει. Η τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος καθορίζεται από την τελική οριακή τιμή που θα δώσει κάποιος παραγωγός, η οποία στην περίπτωση αυτή προκύπτει από το φυσικό αέριο, άρα από το ακριβότερο καύσιμο, το οποίο συμπαρασύρει και όλη την αγορά και καθορίζει και το κόστος στη λιανική.
Αρμόδιες πηγές αναφέρουν ότι ένα σχέδιο που απορρίπτεται και αφορούσε παρεμβάσεις στο χονδρεμπορικό κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας είναι το ισπανικό μοντέλο. Το σχέδιο της Ιβηρικής χερσονήσου, με το οποίο πέτυχε να πάρει εξαίρεση από την ευρωπαϊκή γραμμή μέτρων κατά του ενεργειακού κόστους και να εφαρμόσει εθνική στρατηγική, προβλέπει ότι οι μονάδες ηλεκτροπαραγωγής με φυσικό αέριο θα αποζημιώνονται για να μειώσουν την προσφορά τους στο επίπεδο του κόστους παραγωγής των άλλων τεχνολογιών (λιγνίτης, ΑΠΕ, υδροηλεκτρικά κ.ά.) προκειμένου να μειωθεί η χονδρεμπορική τιμή και έτσι να περιοριστούν τα υπερκέρδη τους.
Αντίθετα, στο κυβερνητικό επιτελείο φαίνεται να μελετούν λύσεις κοντά στο μοντέλο Σκρέκα για τη δημιουργία ενός έκτακτου μηχανισμού στήριξης για την αντιστάθμιση των υψηλών τιμών, είτε για την επιδότηση νοικοκυριών και μικρών επιχειρήσεων.
Ο μηχανισμός αυτός που είχε υποβληθεί στους ευρωπαϊκούς θεσμούς προ διμήνου προέβλεπε, μεταξύ άλλων, ότι τα κράτη-μέλη θα μπορούν να καθορίσουν και ανώτατα όρια για την αποζημίωση της κάθε τεχνολογίας παραγωγής ενέργειας (ένα είδος πλαφόν), με αιχμή το φυσικό αέριο, που είναι η βάση του ενεργειακού μας μείγματος. Ο μηχανισμός αυτός δεν θα αλλάξει τη δομή της χονδρεμπορικής αγοράς ρεύματος, η οποία θα συνεχίσει να βασίζεται στην οριακή τιμή συστήματος.
Και εδώ όμως υπάρχει μεγάλο δημοσιονομικό κόστος, αν η πρόταση δεν ενταχθεί σε ένα συνολικό ευρωπαϊκό καλάθι μέτρων με όχημα χαμηλότοκα δάνεια από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ), όπως έχει προταθεί. Επιπλέον, όπως λένε στο υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, λόγω της μείωσης της χονδρεμπορικής τιμής, περιορίζονται τα έσοδα του Ειδικού Λογαριασμού ΑΠΕ (ΕΛΑΠΕ), που σήμερα είναι ο κινητήριος μοχλός των επιδοτήσεων.
Τα υπερκέρδη
Τα μέτρα αυτά αθροίζουν αρκετά δισεκατομμύρια από πλευράς κόστους, επομένως αναζητείται ο χρηματοδοτικός μηχανισμός που θα τα καλύψει καθώς προϋποθέτουν αποζημιώσεις σε παραγωγούς και προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας. Ο κ. Μητσοτάκης έχει ήδη ορίσει δύο πιθανές πηγές, τη δυνατότητα αξιοποίησης των 230 δισ. αδιάθετων δανείων από το Ταμείο Ανάκαμψης και τη φορολόγηση των υπερκερδών.
Για το πρώτο θα χρειαστεί ευρωπαϊκή λύση, ενώ υπάρχουν αντιδράσεις από χώρες όπως η Γερμανία και η Ολλανδία. Για το δεύτερο στην κυβέρνηση κρατούν μικρό καλάθι για τα έσοδα που θα φέρει, αλλά περιμένουν το πόρισμα που έχει αναθέσει το Μέγαρο Μαξίμου στη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ), το οποίο υπολογίζεται να είναι έτοιμο μέχρι τα τέλη της επόμενης εβδομάδας.
Από το πόρισμα θα φανεί πόσα κέρδη γέννησε η κούρσα ανόδου των τιμών φυσικού αερίου και πώς θα μπορούν να φορολογηθούν. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς και τις αναφορές της ΡΑΕ, για την περίοδο Οκτώβριος 2021 – Φεβρουάριος 2022 υπολογίζεται ότι το μεικτό περιθώριο κέρδους των ηλεκτροπαραγωγών (ΔΕΗ, Μυτιληναίος, Elpedison, Ηρων) στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας (δεν περιλαμβάνει την προμήθεια) ανέρχεται περίπου σε 1 δισ. ευρώ και κατανέμεται ως εξής: 810 εκατ. στη ΔΕΗ, 140 εκατ. στη Μυτιληναίος, 80 εκατ. στην Elpedison και 50 εκατ. στον Ηρωνα. Ωστόσο δεν συμπεριλαμβάνονται στο ποσό αυτό ο Μάρτιος και ο Απρίλιος, όπου οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας εκτοξεύτηκαν και επηρεάζουν το αποτέλεσμα.
Η ηλεκτροπαραγωγή εκφράζει σοβαρές ενστάσεις για το «μπαλαντέρ» των υπερκερδών, ενώ πρόσφατα και ο ίδιος ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κώστας Σκρέκας, αναφερόμενος στον ισολογισμό της ΔΕΗ, χαμήλωσε τον πήχη των προσδοκιών λέγοντας: «Για υπερκέρδη ακούμε, αλλά υπερκέρδη δεν βλέπουμε».
Για να λυθεί ο γόρδιος δεσμός των windfall profits, θα υπολογιστούν, πρωτίστως, τα κέρδη των ηλεκτροπαραγωγών στη χονδρεμπορική αγορά – εκτός των παραγωγών ΑΠΕ, οι οποίοι επιστρέφουν τα κέρδη τους στο Δημόσιο, μέσω του Διαχειριστή ΑΠΕ & Εγγυήσεων Προέλευσης (ΔΑΠΕΕΠ), που διαχειρίζεται τον ΕΛΑΠΕ. Για τα υπερκέρδη που προκύπτουν από τη διαφορά μεταξύ της τιμής αποζημίωσης που έχουν κλειδώσει και της μέσης χονδρεμπορικής τιμής στο Χρηματιστήριο Ενέργειας, θα υπολογιστούν ανά μήνα το σταθμισμένο κόστος ενέργειας κάθε μονάδας (τιμολόγια αερίου, κόστος ρύπων), οι προσφορές στο Χρηματιστήριο Ενέργειας και η τιμή εκκαθάρισης.
Το μεγαλύτερο περιθώριο κέρδους εμφανίζουν οι υδροηλεκτρικές μονάδες (που δεν επιβαρύνονται ούτε από φυσικό αέριο, ούτε από ρύπους) και λιγότερο οι λιγνιτικές μονάδες και οι μονάδες φυσικού αερίου. Για παράδειγμα, η παραγωγή στα υδροηλεκτρικά υπολογίζεται ότι είναι 226% πάνω από το μεταβλητό κόστος της μονάδας (κόστος καυσίμου, ρύπων κ.ά.).
Πέρα από το «φτωχό» ταμείο, τις τελευταίες ημέρες έχει ξεσπάσει θόρυβος και για τη νομική βάση του μέτρου, καθώς εκτιμάται ότι υπάρχει κίνδυνος προσφυγών στη Δικαιοσύνη, γεγονός που θα μπορούσε να περιπλέξει τις διαδικασίες.
Επιδότηση αερίου
Το μέτρο που κάνει τη διαφορά, πάντως, και, όπως αποκάλυψε την περασμένη Κυριακή το «business stories», μπορεί να επαναφέρει την ισορροπία στην οικονομία είναι το σχέδιο για τη μεγαλύτερη -ή και πλήρη- επιδότηση του κόστους προμήθειας του φυσικού αερίου στη χώρα μας.
Εκτιμάται ότι αν το κράτος μπορέσει να καλύψει κατά 70%-100% το αυξημένο κόστος αγοράς φυσικού αερίου, το οποίο συμμετέχει κατά περίπου 30% στο μείγμα της παραγωγής ρεύματος, αλλά η τιμή του τετραπλασιάστηκε το 2021, τότε θα μπορούσαν και οι λογαριασμοί αερίου και ρεύματος να μειωθούν σχεδόν εκεί όπου ήταν πριν από την κρίση και τα windfall profits, βάζοντας τέλος στις εκ των υστέρων επιδοτήσεις λογαριασμών ρεύματος που δημιουργούν προβλήματα και ασφυξία στην αγορά και τα νοικοκυριά.
Ο κίνδυνος σε αυτή την περίπτωση είναι, εφόσον η τιμή στο φυσικό αέριο καθορίζεται χρηματιστηριακά, αντί η κρατική επιδότηση να ενισχύσει το εισόδημα και την κατανάλωση όσων έχουν ανάγκη, να ενισχύει τελικά τους κερδοσκόπους των αγορών: δηλαδή να επιδοτεί την αύξηση των τιμών όσο ψηλά αυτές κι αν φτάσουν, σε περίπτωση που δεν μπει πανευρωπαϊκός κόφτης.
H ωφέλεια όμως απλώνεται σε όλο το φάσμα της αγοράς: από το χωράφι, τη μεταποίηση και τη βιομηχανία σε ολόκληρη την παραγωγή και στα νοικοκυριά, ανεξάρτητα από το καύσιμο που χρησιμοποιεί ο καθένας.
Καθώς θεωρείται οριζόντιο μέτρο, δεν δημιουργεί συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού, ενώ το τελικό δημοσιονομικό κόστος μπορεί και να αποδειχθεί τελικά μικρότερο αν το μέτρο συμβάλλει στο να αποτραπεί ένα κύμα λουκέτων, απολύσεων και ανατιμήσεων, που θα διέλυαν την παραγωγή, την αγορά, τον καταναλωτή, αλλά και τον προϋπολογισμό, με αυξημένες ανάγκες πληρωμών χωρίς να εισπράττονται τα ανάλογα έσοδα.