Πόσες φορές πρέπει να σκοτωθεί ένα παιδί για να ξυπνήσει ένα κράτος;

Γράφει η Άρτεμις Γκούρλια

Δεν είναι η πρώτη φορά που η Ελλάδα συγκλονίζεται από την αποκάλυψη ενός εγκλήματος που φέρει τη σφραγίδα της παιδοκτονίας. Δεν είναι η πρώτη φορά που μια μάνα κατηγορείται για το πιο ασύλληπτο έγκλημα: να αφαιρέσει τη ζωή του ίδιου της του παιδιού. Και όμως, παρότι δεν είναι η πρώτη, μας βρίσκει πάλι απροετοίμαστους, σοκαρισμένους, σε άρνηση. Γιατί;

Η υπόθεση της Ειρήνης Μουρτζούκου είναι η δεύτερη μέσα σε λίγα μόλις χρόνια που ξεσκεπάζει, με τον πιο σκληρό τρόπο, την αδράνεια κρίσιμων θεσμών: ιατροδικαστών, γιατρών, πρόνοιας. Όλοι τους είχαν μπροστά τους τα σημάδια, αλλά κανείς δεν θέλησε να τα διαβάσει. Εκεί που έπρεπε να υπάρχει εγρήγορση, υπήρξε σιωπή. Εκεί που χρειαζόταν έλεγχος, επικράτησε τύφλωση.

Η πρώτη δολοφονία, λέει η ομολογία, έγινε όταν η Μουρτζούκου ήταν 14 ετών και το θύμα ήταν η ίδια της η αδελφή. Η τελευταία, αυτή του μικρού Παναγιωτάκη —αν τεκμηριωθεί η ενοχή της— έγινε τον Αύγουστο του 2024. Πέντε νεκρά παιδιά. Κι όμως, κανείς δεν υποψιάστηκε τίποτα. Πώς γίνεται μια κοινωνία, ένα σύστημα υγείας, μια υπηρεσία πρόνοιας, να βλέπουν τόσους θανάτους και να συνεχίζουν κανονικά;

Αν κάτι δικαιώθηκε σε αυτή την υπόθεση, δεν είναι οι θεσμοί. Είναι η υπομονή και η επιμονή της δημοσιογραφικής έρευνας. Όχι των εκπομπών που έστησαν τηλεοπτικά δικαστήρια για τα νούμερα. Αλλά αυτών των δημοσιογράφων που ακόμα ερευνούν, που χτίζουν με πηγές, που ζητούν ιατροδικαστικά πορίσματα και δεν φοβούνται να τα συγκρίνουν και να τα αμφισβητήσουν. Αυτών που δεν δέχονται να υπογράψουν το “φυσιολογικό” ως εξήγηση για αλλεπάλληλους θανάτους νεογνών.

Αλλά πρέπει να ειπωθεί και το εξής: η ΕΛ.ΑΣ., μετά την ανάδειξη του θέματος από τη δημοσιογραφία, δεν έμεινε αμέτοχη. Αντίθετα, προχώρησε σε ενδελεχή και πολυεπίπεδη έρευνα. Ξετύλιξε το κουβάρι μεθοδικά, μίλησε με δεκάδες μάρτυρες, ξανάνοιξε φακέλους, ανέτρεξε σε πορίσματα που είχαν κλείσει πρόωρα. Αν σήμερα υπάρχει ομολογία, είναι γιατί — έστω και καθυστερημένα — το κράτος λειτούργησε εκεί που είχε ήδη πληγεί η εμπιστοσύνη.

Το πραγματικό ερώτημα, όμως, παραμένει: πόσες υποθέσεις σαν της Πισπιρίγκου και της Μουρτζούκου πρέπει να υπάρξουν για να σταματήσει να είναι το «σύστημα» ένα παθητικό, τυφλό και κουφό τέρας; Πόσες φορές πρέπει να πεθάνει ένα παιδί για να πάρει κάποιος την ευθύνη να αναθεωρήσει διαδικασίες; Πόσα πορίσματα πρέπει να αποδειχθούν λάθος για να τεθεί σε διαθεσιμότητα όχι ο τελευταίος τροχός, αλλά το ίδιο το σύστημα αξιολόγησης των ιατροδικαστών;

Και κάτι ακόμη: σε μια χώρα όπου η δημοσιογραφία βάλλεται και απαξιώνεται καθημερινά, ας το πούμε καθαρά. Δεν θα είχαμε ούτε Πισπιρίγκου, ούτε Μουρτζούκου, αν δεν υπήρχε η τηλεόραση, το ρεπορτάζ, η ερώτηση που γίνεται ενώ όλοι οι άλλοι σιωπούν. Η φωνή που λέει “κάτι δεν πάει καλά εδώ”, όταν όλοι βολεύονται στην αδράνεια.

Αυτό το “κάτι δεν πάει καλά” είναι που πρέπει να ακουστεί πιο δυνατά από ποτέ. Όχι μόνο για να αποδοθεί δικαιοσύνη, αλλά για να μην ξαναγράψουμε το ίδιο άρθρο, για τρίτη φορά.

Recommended For You

About the Author: efoni