Τεράστια απώλεια για τον χώρο του πολιτισμού και της Ελλάδας, καθώς σε ηλικία 96 ετών πέθανε η σπουδαία Ειρήνη Παπά.
H σπουδαία ηθοποιός τα τελευταία χρόνια είχε αποτραβηχτεί στη γενέτειρά της, το Χιλιομόδι Κορινθίας, καθώς είχε αρκετά προβλήματα υγείας λόγω της μάχης που έδινε με το Αλτσχάιμερ.
Η ζωή της
Γεννήθηκε στις 3 Σεπτεμβρίου 1926 στο Χιλιομόδι Κορινθίας ως Ειρήνη Λελέκου.
Γεννήθηκε σε οικογένεια δασκάλων, όπως ο παππούς της, οι γονείς της και η θεία της που την επηρέασαν στη μόρφωσή της.Η μητέρα της Ελένη Λελέκου, από το γένος Πρεβεζάνου, ήταν δασκάλα, από την οποία είχε ακούσει πολλά παραμύθια και ιστορίες.
Ο πατέρας της Σταύρος Λελέκος ήταν καθηγητής κλασικού δράματος, υπήρξε διευθυντής στο σχολείο του Σοφικού Κορινθίας και την έμαθε να διαβάζει αρχαίους Έλληνες.
Οι γονείς της είχαν τέσσερα κορίτσια. Αδελφές της είναι η Ευαγγελία Λελέκου-Μανθοπούλου (1925-), ιατρός ακτινολόγος, πρώην διευθύντρια του νοσοκομείου Άγιος Σάββας και η λογοτέχνιδα και ποιήτρια Δέσποινα Λελέκου-Τατάκη (1926- 2009).
Ο προπάππος της Σταύρος Λελέκος, γύρω στα τέλη του 19ου αιώνα, έγραψε το πρώτο συντακτικό της ελληνικής γλώσσας (1881), όπως και άλλα βιβλία για την δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Οι γονείς της είχαν αντιρρήσεις όταν στην εφηβεία της τους είπε ότι ήθελε να γίνει ηθοποιός.
Ανιψιός της ήταν ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Μανούσος Μανουσάκης, γιός τής αδελφής της Δέσποινας. Επίσης ανιψιός της ήταν και ο ηθοποιός Αίαντας Μανθόπουλος, γιος της αδελφής της Ευαγγελίας.
Δεν απέκτησε δικά της παιδιά.
Το 1947 παντρεύτηκε τον σκηνοθέτη και ηθοποιό Άλκη Παππά (1922-2018), με τον οποίο χώρισαν το 1951, αλλά διατήρησε μέχρι και σήμερα το επίθετό του. Η ίδια προτιμούσε να γράφει το επίθετο με ένα «π», δηλαδή «Παπά» (όπως στα αγγλικά «Irene Papas»). Σύμφωνα με άλλες πληροφορίες ο γάμος τους διήρκεσε από το 1943 έως το 1947.
Η ίδια είχε αποκαλύψει το 2004 στην ιταλική εφημερίδα Corriere della Sera, μετά τον θάνατο του Μάρλον Μπράντο, ότι υπήρξε μεταξύ τους μια μακρά και «μυστική αγάπη». Η ίδια είχε πει ότι είχαν συναντηθεί το 1954 στη Ρώμη. Όπως είπε τον εκτιμούσε πολύ, ήταν το «μεγάλο πάθος της ζωής της» και συναντήθηκαν για τελευταία φορά το 1999 στην Αθήνα
Η καριέρα της
Ξεκίνησε από την ηλικία των 15 ετών ως ραδιοφωνική παραγωγός, τραγουδίστρια και χορεύτρια σε διάφορες εκδηλώσεις. Παρακολούθησε μαθήματα υποκριτικής στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, που τότε ονομαζόταν Εθνική Σχολή Κλασικού Θεάτρου με σπουδαίους δασκάλους όπως τους Γιώργο Γληνό, Νικόλαο Παρασκευά, Λουκά Καρυντινό, Πέλο Κατσέλη, Δημήτρη Ροντήρη, κλπ.
Στο θέατρο πρωτοεμφανίστηκε το 1948, στην επιθεώρηση των Σακελλάριου-Γιαννακόπουλου «Άνθρωποι… Άνθρωποι», στη Λυρική Σκηνή, με τους σημαντικότερους ηθοποιούς της εποχής. Στην αυτοβιογραφία του ο Αλέκος Σακελλάριος, γράφει ότι την πρωτοείδε στο Σύνταγμα. Λόγω της εμφάνισής της, της ένδυσης και του περπατήματος της του έμοιαζε σαν «ζωντανή Καρυάτιδα». Την παρουσίασε στον Φίνο και έπαιξε στην πρώτη της ταινία το 1948, που ήταν οι Χαμένοι άγγελοι του Νίκου Τσιφόρου.
Το 1951 έγινε γνωστή διεθνώς με την κοινωνική δραματική ταινία Νεκρή Πολιτεία της Φίνος Φιλμ, στον Μυστρά, που προβλήθηκε, αντιπροσωπεύοντας την Ελλάδα, στο Φεστιβάλ των Καννών, του σκηνοθέτη Φρίξου Ηλιάδη και συμπρωταγωνιστή τον Γιώργο Φούντα (ο οποίος εμφανίζεται για πρώτη φορά στον κινηματογράφο) και διαδραματίζεται στον Μυστρά.
Τρεις από τις ταινίες στις οποίες η Ειρήνη Παππά πρωταγωνίστησε προτάθηκαν για Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας, με την γαλλόφωνη Ζ του Κώστα Γαβρά να το κατακτά,[5] ενώ υποψήφιες υπήρξαν επίσης και δύο ελληνικές ταινίες, μεταφορές στην μεγάλη οθόνη αρχαίων τραγωδιών, η Ηλέκτρα και η Ιφιγένεια.
Η Ειρήνη Παππά συμμετείχε σε πολλές χολιγουντιανές παραγωγές, ενώ πρωταγωνίστησε και στο θέατρο Μπρόντγουεϊ το 1967.
Το 1979 στο Ηρώδειο, όταν ήταν να παιχτεί το Αντώνιος και Κλεοπάτρα, βρέθηκε σε διαμάχη με τον Δημήτρη Χορν που είχε εκφραστεί απαξιωτικά εναντίον της.
Σύμφωνα με τον κριτικό Ρότζερ Ίμπερτ, είχε τρία «μειονεκτήματα», το ύψος της, που έκανε πολλούς ηθοποιούς να μην θέλουν να σταθούν δίπλα της, την ομορφιά της που ήταν ανταγωνιστική για τις άλλες ηθοποιούς και τη «βαριά» πελοποννησιακή προφορά της. Ο Πορτογάλος σκηνοθέτης Μανοέλ Ντε Ολιβέιρα, είχε πει ότι είναι «η πανέμορφη και μεγαλοπρεπή φιγούρα που ενσαρκώνει τη γυναικεία ψυχή στη βαθύτερη έκφραση της και η εικόνα της Ελλάδας όλων των εποχών».
Στην Ελλάδα δεν έχει αναγνωριστεί τόσο, όσο διεθνώς. Τιμήθηκε με το Παράσημο του Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικος από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας Κωστή Στεφανόπουλο το 1995.
Το 2008, η Ιταλία την τίμησε με το «Βραβείο Ρώμη» στο αρχαίο θέατρο της «Όστια Αντίκα».
Τότε όταν παρέλαβε το βραβείο είχε πει: «Δεν ξέρω αν πρέπει να γελάσω ή να κλάψω, μπορώ μόνο να πω ότι η Αθήνα θα είναι πάντα η μητέρα μου, αλλά η Ρώμη, παράλληλα, είναι δεύτερη μητέρα μου, από ξεκάθαρη επιλογή μου».
Στην Ιταλία συνεργάστηκε με πολλούς Ιταλούς σκηνοθέτες και οι Ιταλοί την αγάπησαν, λέγοντας Bella Greca και Irene Nostra (δηλ. «η δικιά μας Ειρήνη»). Στην Ιταλία κατέφυγε τα χρόνια της χούντας, δεδομένου ότι ήταν υποστηρίκτρια του κομμουνισμού.
Η Πορτογαλία έδειξε την εκτίμησή της με την υποστήριξη στο θέατρο που ίδρυσε εκεί για να παίζονται αρχαίες τραγωδίες. Γι’ αυτό το θέατρο η Ειρήνη Παππά διέμενε στην Πορτογαλία τα τελευταία ενεργά χρόνια της.
Το 2000 τιμήθηκε με τον τίτλο «Γυναίκα της Ευρώπης» και το 2009 με τον Χρυσό Λέοντα Μπιενάλε του Θεάτρου της Βενετίας, από τα χέρια του σκηνοθέτη Μαουρίτσιο Σκαπάρο.
Τα τελευταία χρόνια είχε τιμηθεί και με τον τίτλο του επίτιμου διδάκτορα στο Πανεπιστήμιο Τορ Βεργκάτα της Ρώμης στην Ιταλία. Συνολικά έλαβε περισσότερες από 24 τιμητικές διακρίσεις και βραβεία.