Του Χαράλαμπου Μ. Τσιλιώτη, Επίκουρος Καθηγητής Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων Πανεπιστημίου Πελοποννήσου
Καλοκαίρι 1976, χρονιά αμερικανικών εκλογών και τότε, όταν η χώρα μας είχε βρεθεί και πάλι στα πρόθυρα πολέμου με την Τουρκία με αφορμή την έξοδο του τουρκικού σεισμογραφικού πλοίου Σισμίκ (πρώην Χόρα) στην ελληνική υφαλοκρηπίδα του ανατολικού Αιγαίου. Η αντίδραση της τότε κυβέρνησης Κωνσταντίνου Καραμανλή υπήρξε πολύ έντονη κυρίως με διπλωματικά και νομικά (προσφυγή στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και μονομερής προσφυγή ασφαλιστικών μέτρων στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης) αλλά και στρατιωτικά μέσα (έξοδος του στόλου στο Αιγαίο), η δε αντιπολίτευση, κυρίως από το τότε κόμμα της ελάσσονος αντιπολίτευσης ΠΑΣΟΚ, υπερθεμάτιζε με ακραίες ιαχές («βυθίσατε το Χόρα»).
Τότε στην προεδρία των ΗΠΑ βρισκόταν ο Ρεπουμπλικανό Τζέραλντ Φορντ, λίγοι θα τον θυμούνται λόγω της βραχύβιας θητείας του. Αυτόν που θυμόμαστε σίγουρα είναι ο Υπουργός των Εξωτερικών Χένρι Κίσινγκερ ο οποίος υπήρξε Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας και Υπουργός Εξωτερικών του Προέδρου Νίξον και έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο, η δε πολιτική του χαρακτηριζόταν από την ελληνική και ελληνοκυπριακή πλευρά ιδιαίτερα φιλοτουρκική. Αντίπαλος του Προέδρου Φορντ στις αμερικανικές εκλογές από το Δημοκρατικό κόμμα ήταν ένας νέος και ανερχόμενος πολιτικός, κυβερνήτης της Πολιτείας της Τζόρτζια, ο Τζίμυ Κάρτερ, ο οποίος υποσχόταν την ταχεία επίλυση του Κυπριακού με άμεση αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων από την Κύπρο. Ο Κάρτερ εξελέγη και μάλιστα πανηγυρικά στις εκλογές του Νοεμβρίου 1976. Στην Κύπρο ήχησαν οι καμπάνες χαρμόσυνα όχι μόνο για την εκλογή του Κάρτερ αλλά και για την απομάκρυνση του Κίσινγκερ από την ηγεσία του Στέητ Ντηπάρτμεντ, οι Τούρκοι δεν έφυγαν βεβαίως από την Κύπρο, το Κυπριακό παραμένει ακόμα άλυτο μέχρι και σήμερα, οι ΗΠΑ δεν «τράβηξαν το αυτί» της Τουρκίας για τις παράνομες διεκδικήσεις της στο Αιγαίο και η κατακλείδα, η Διοίκηση Κάρτερ ήρε λίγα χρόνια αργότερα, παρά τις αντιδράσεις του Κογκρέσου, το εμπάργκο όπλων στην Τουρκία που είχε επιβάλει η Διοίκηση Φορντ ως κύρωση για την εισβολή στην Κύπρο.
Καλοκαίρι 2020, η ιστορία επαναλαμβάνεται; Αν δούμε γεγονότα και πρωταγωνιστές θα παρατηρήσουμε τηρουμένων των αναλογιών μεγάλες ομοιότητες. Χρονιά αμερικανικών εκλογών και η φετινή, οι Τούρκοι αμφισβητούν έμπρακτα την ελληνική υφαλοκρηπίδα, αυτή την φορά όχι μόνο του Αιγαίου αλλά και της νότιας Κρήτης και του Καστελόριζου, έχουν βγάλει το Ορούτς Ρέις για αυτή την αποστολή, ιαχές πολέμου ακούγονται από ορισμένους κύκλους ένθεν και εκείθεν του Αιγαίου με την τουρκική πλευρά να είναι σαφώς πιο επιθετική, και την ελληνική πλευρά υπό την ηγεσία του Κυριάκου Μητσοτάκη πολύ προσεκτική διπλωματικά αλλά και αποφασιστική επιχειρησιακά, όπου η προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης βρίσκεται και πάλι στο προσκήνιο, μόνο που αυτή την φορά η χώρα μας είναι κατά πολύ ισχυρότερη τόσο διπλωματικά ως πλήρες κράτος μέλος της ΕΕ από το 1981, όσο και στρατιωτικά. Στην προεδρία των ΗΠΑ βρίσκεται πάλι ένας Ρεπουμπλικανός Πρόεδρος, ιδιόρρυθμος και απρόβλεπτος, ο Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος τηρουμένων πάντα των αναλογιών φαίνεται να παίζει τον ρόλο του Χένρυ Κισινγκερ στον «φιλοτουρκισμό» του όχι για λόγους γεωπολιτικούς και γεωστρατηγικούς αλλά για προσωπικούς οικονομικούς, φερόμενος να κάνει «μπίζνες» προσωπικά με τον Τούρκο Πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν μέσω των γαμπρών τους. Στην αντίπερα όχθη των Δημοκρατικών, την προεδρία Τραμπ αμφισβητεί αυτή την φορά όχι ένας νέος και ανερχόμενος αλλά ένας βετεράνος πολιτικός, στην δύση της πολιτικής του καριέρας, ο Τζον Μπάιντεν, πρώην Αντιπρόεδρος στην κυβέρνηση Μπαράκ Ομπάμα και επί σειρά δεκαετιών Γερουσιαστής του Ντέλαγουερ, φλογερός φιλέλληνας καθόλη την διάρκεια της πολιτικής του διαδρομής, υποστηριζόμενος σταθερά από μεγάλο μέρος του ελληνοαμερικανικού λόμπι με συχνές παρεμβάσεις υπέρ των ελληνικών και ελληνοκυπριακών θέσεων καθ’ όλη την διάρκεια της θητείας του στο Κογκρέσο και ανήκων στο κλίμα Έντουραντ (Τεντ) Κένεντι. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν επικράτηση του Μπάιντεν έναντι του Τραμπ στις επερχόμενες εκλογές του Νοεμβρίου. Θα δούμε αλλαγή στις αμερικανικές θέσεις στα εθνικά μας θέματα με ενδεχόμενη εκλογή Μπάιντεν στην προεδρία ή θα ζήσουμε ανάλογη απογοήτευση όπως με την εκλογή Κάρτερ 44 χρόνια νωρίτερα;
Η διεθνής πολιτική και πολύ περισσότερο αυτή των ΗΠΑ ασκείται όχι με συναισθηματισμούς, αναγνώριση των δικαίων μιας χώρας, αγάπης προς την ιστορία και τον πολιτισμό της, όπως αφελώς πιστεύουμε στην χώρα μας, αλλά στυγνά και κυνικά με βάση τα πολυποίκιλα συμφέροντα.. Ναι μεν ο Πρόεδρος Τραμπ έχει προσωπικά οικονομικά συμφέροντα με τον Ερντογάν, όμως στις ΗΠΑ η εξωτερική πολιτική δεν ασκείται μόνο από τον εκάστοτε ένοικο του Λευκού Οίκου αλλά και από άλλα κέντρα (Στέητ Ντηπάρτμεντ, Πεντάγωνο, Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας, CIA) και παράκεντρα (πολεμική βιομηχανία) εξουσίας. Παρά τον έντονο φιλοτουρκισμό του σημερινού Αμερικανού Προέδρου,είδαμε και το Στέητ Ντηπάρτμεντ διά του Υπουργού Εξωτερικών Μάικ Πομπέο, του Υφυπουργού Εξωτερικών και του Πρέσβη των ΗΠΑ στην Ελλάδα Τζέφρυ Πάιατ να παρεμβαίνουν με υποστηρικτικές προς τις ελληνικές θέσεις. Μόλις την τελευταία εβδομάδα υπό την πίεση του ελληνοαμερικανικού λόμπι στις ΗΠΑ και την σκέψη στις ψήφους των μελών του στις επερχόμενες εκλογές αποφάσισε το Πρόεδρος Τραμπ να παρέμβει απευθείας στους ηγέτες Ελλάδας και Τουρκίας, κρατώντας, όμως, φανερά ίσες αποστάσεις.
Από την άλλη ο Μπάιντεν δείχνει στο θέμα των ελληνοτουρκικών προσώρας να μην παρεμβαίνει, κατά το παρελθόν, όμως, έχει εκφραστεί πολύ επικριτικά για την εν γένει πολιτική του Προέδρου Ερντογάν. Είναι σαφές ότι ενδεχόμενη εκλογή Μπάιντεν παρά τον διαχρονικά έντονο φιλελληνισμό του δεν θα αποστεί από την πολιτική των άλλων βασικών κέντρων χάραξης εξωτερικής πολιτικής στις ΗΠΑ. Η πολιτική των ΗΠΑ στις σχέσεις Ελλάδας Τουρκίας και στο Κυπριακό θα καθοριστεί εν πολλοίς από την πολιτική της Τουρκίας σε άλλα μείζονα θέματα της Ανατολικής Μεσογείου και Μέσης Ανατολής (Λιβύη, Συρία, Κουρδικό και σχέσεις με την Ρωσία). Άλλωστε και η συνέντευξη Μπάιντεν προ μηνών που εξόργισε τους Τούρκους ήταν ιδιαίτερα επικριτική για την πολιτική Ερντογάν σε όλα τα ανωτέρω μέτωπα, δεν είχε όμως λέξη για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και το Κυπριακό.
Από την άλλη μία εκλογή Τραμπ, κόντρα στις μέχρι τώρα προβλέψεις, μπορεί να δυσχεράνει το τοπίο για τα εθνικά μας θέματα.Μία δεύτερη επανεκλογή ενδεχομένως να τον αποχαλιναγωγήσει σε απρόβλεπτες ενέργειες, μην έχοντας ανάγκη πλέον τις ψήφους των ελληνοαμερικανών και προσπαθώντας να επιβάλλει στα άλλα κέντρα εξουσίας την προσωπική του πολιτική. Για τον λόγο αυτό μία επανεκλογή του αποδυναμώνεται καθότι τα ως άνω κέντρα εξουσίας δεν αισθάνονται άνετα με την παρουσία του στον Λευκό Οίκο και είναι βέβαιο ότι θα τα έχει απέναντι.
Για τους παραπάνω λόγους η ελληνική και ελληνοκυπριακή πλευρά θα πρέπει να εύχεται την εκλογή Μπάιντεν χωρίς να περιμένει θαύματα και δραματικές αλλαγές στην αμερικανική εξωτερική πολιτική σε σχέση με τα εθνικά μας θέματα και χωρίς κωδωνοκρουσίες σε ενδεχόμενη εκλογή του. Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να συνδέει τις σχέσεις μας με την Τουρκία και κυρίως των διαφορών μας για τις θαλάσσιες ζώνες, με την αντιαμερικανική συμπεριφορά της στα θέματα της Λιβύης, της Συρίας, του κουρδικού και κυρίως των (οπλικών) σχέσεών της με την Ρωσία. Εκεί είναι το κλειδί για το άνοιγμα των αμερικανικών σχέσεων υπέρ των ελληνικών.
Πηγή: Εφημερίδα «Η Φωνή Της Ανατολικής Αττικής»