
Επιστημονικά αδόκιμη και πρακτικά ανέφικτη είναι η απομάκρυνση των λύκων από την Πάρνηθα. Με φόντο σχετική εισαγγελική εντολή, η «Επιτροπή Φύση 2000», το κεντρικό επιστημονικό-γνωμοδοτικό όργανο του κράτους για θέματα βιοποικιλότητας, επισημαίνει ότι η «σύλληψη» των λύκων προς μετακίνησή τους σε άλλο οικοσύστημα αντίκειται στην κοινοτική νομοθεσία, καθώς ο λύκος βρίσκεται υπό καθεστώς αυστηρής προστασίας.
Η Επιτροπή Φύση 2000, που απαρτίζεται από ειδικούς επιστήμονες, κλήθηκε να γνωμοδοτήσει επί του σχεδίου που συνέταξε για λογαριασμό του κράτους η Δ’ Κυνηγετική Ομοσπονδία Στερεάς Ελλάδας (η χρήση κυνηγών για την άσκηση διαχειριστικής πολιτικής σε προστατευόμενες περιοχές μπορεί να ακούγεται ακατανόητη για όλους εκτός από το υπουργείο Περιβάλλοντος, αλλά μάλλον πρόκειται για την «εύκολη λύση»).
Η γνωμοδότηση
Τα μέλη της Επιτροπής Φύση 2000 κατέληξαν ομόφωνα ότι η απομάκρυνση και η μεταφορά λύκων από την Πάρνηθα είναι επιστημονικά αδόκιμες. «Ο λύκος ήταν βασικό συστατικό στοιχείο της βιοποικιλότητας της Πάρνηθας και αποτελούσε τον κορυφαίο κρίκο του τροφικού πλέγματος της περιοχής. Παρόν στην Πάρνηθα, έως τις αρχές της δεκαετίας του 1960, το είδος εξέλειψε έπειτα από εξαντλητικό, έως τελευταίου ατόμου, κυνήγι ακολουθώντας την παρωχημένη και επιστημονικά μη αποδεκτή πολιτική της επικήρυξης αυτόχθονων ζωικών ειδών που εφαρμοζόταν έως τις αρχές της δεκαετίας του 1990», αναφέρει η γνωμοδότηση. «Η απομάκρυνση και μεταφορά του λύκου αντιβαίνει στις φυσικές διεργασίες μέσω των οποίων το είδος επαναποίκισε την Πάρνηθα και οι οποίες, εάν ο υφιστάμενος πληθυσμός του λύκου απομακρυνόταν, θα οδηγούσαν σε εκ νέου εγκατάσταση καινούργιων πληθυσμών λύκου.
«Η απώλεια του λύκου από την Πάρνηθα απορρύθμισε την ισορροπία του συστήματος, στοιχείο που έγινε έντονα εμφανές μετά τη μεγάλη πυρκαγιά του 2007 που είχε ως παράπλευρη συνέπεια την υπέρμετρη αύξηση του πληθυσμού των ελαφιών τα οποία εκμεταλλεύτηκαν την φυσική αναγέννηση του καμένου δάσους».
Περαιτέρω, η σύλληψη και η μεταφορά λύκων σε άλλο σημείο κρίνονται πρακτικά ανέφικτες και τεχνικά τόσο απαιτητικές που καθίστανται αδύνατες. «Η επί του πεδίου εμπειρία δείχνει ότι η παγίδευση λύκου είναι ιδιαίτερα δύσκολη καθώς τα ζώα, λόγω ιδιαίτερης συμπεριφοράς, είναι επιφυλακτικά και δεν συλλαμβάνονται εύκολα από τις διαφόρων τύπων παγίδες. Θα πρέπει να τοποθετηθεί σε κατάλληλα σημεία ένας πολύ μεγάλος αριθμός παγίδων, πολλαπλάσιος του αριθμού των λύκων προς σύλληψη, ο οποίος αυξάνεται ακόμη περισσότερο εάν ληφθεί υπ’ όψιν η μεγάλη έκταση του συστήματος της Πάρνηθας. Σε κάθε περίπτωση επιτυχούς παγίδευσης, θα πρέπει να κινητοποιείται άμεσα ομάδα προσωπικού με όλες τις απαιτούμενες ειδικότητες ώστε να αναισθητοποιηθεί ο λύκος, να μεταφερθεί σε κατάλληλα διαμορφωμένο χώρο αιχμαλωσίας όπου θα παραμείνει έως ότου ολοκληρωθούν οι αιματολογικές αναλύσεις για τον εντοπισμό πιθανών μολυσματικών παραγόντων», αναφέρει η γνωμοδότηση.
«Με την ολοκλήρωση όλων των αναλύσεων και εξετάσεων του ζώου, θα πρέπει να οργανώνεται μεταφορά του ακολουθώντας συγκεκριμένα και αυστηρά πρωτόκολλα, με τη συνοδεία πάντα κατάλληλα εκπαιδευμένου προσωπικού. Της απελευθέρωσης του ζώου θα πρέπει να έχει προηγηθεί εκτίμηση της φέρουσας ικανότητας του οικοσυστήματος που θα το υποδεχτεί καθώς και η αξιολόγηση των πιθανών οικολογικών συνεπειών που μπορεί να προκαλέσει, καθώς επίσης και επαρκής ενημέρωση και διαβούλευση με τις τοπικές κοινότητες και φορείς».
Η Επιτροπή απορρίπτει το συμπέρασμα της πρότασης της Κυνηγετικής Ομοσπονδίας, ότι η διαδικασία αυτή αν ήταν εφικτή θα ήταν σύννομη. Oπως καταλήγει, ο λύκος απολαμβάνει καθεστώς απόλυτης προστασίας, ενώ η μετακίνησή του σε άλλες περιοχές δεν έχει συμπεριληφθεί στους εθνικούς στόχους διατήρησης του είδους.
«Με την πρόθεση να ικανοποιηθεί η εισαγγελική παραγγελία, το σχέδιο προκρίνει μια επιστημονικά αδόκιμη προσέγγιση», καταλήγει η γνωμοδότηση. Η Επιτροπή εμμέσως πλην σαφώς αμφισβητεί τις αναφορές περί απειλών στη δημόσια ασφάλεια από τους λύκους και σημειώνει ότι η προστασία του πληθυσμού των ελαφιών περνά μέσα από την εκπόνηση σχεδίου δράσης με τη συμμετοχή όλων των εμπλεκόμενων φορέων.
Να σημειωθεί ότι προ μηνός τοποθετήθηκε για την υπόθεση και η Ελληνική Ζωολογική Εταιρεία, εκφράζοντας «έντονη έκπληξη και ανησυχία για την εντολή της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών», σημειώνοντας ότι «με πρόσχημα την οικολογική ευαισθησία αγνοεί πλήρως τις επιστημονικές αρχές που διέπουν τη λειτουργία των φυσικών οικοσυστημάτων». «Η παρούσα συγκυρία αποτελεί σημαντική ευκαιρία για τον σχεδιασμό και υιοθέτηση ενός σχεδίου ανάκαμψης του ελαφιού, με την παράλληλη παρουσία του λύκου στο Εθνικό Πάρκο της Πάρνηθας, που θα εξασφαλίζει τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ελαφιού, θα βασίζεται σε καθορισμένους και μετρήσιμους στόχους και θα τεκμηριώνεται επαρκώς επιστημονικά», σχολίασε χθες και η περιβαλλοντική οργάνωση Καλλιστώ.
Πηγή: kathimerini.gr