Αντιμέτωποι με τις επιπτώσεις της COVID-19 βρίσκονται ενήλικοι και παιδιά πολλούς μήνες μετά την ανάρρωσή τους, αποκαλύπτουν δύο νέες έρευνες.
Η πρώτη έρευνα, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Lancet και εκπονήθηκε από το Πανεπιστήμιο της Ισλανδίας, διαπιστώνει ότι οι ενήλικοι που νόσησαν βαριά από κορoνοϊό, δηλαδή παρέμειναν κλινήρεις στο νοσοκομείο ή στο σπίτι επί μία εβδομάδα, εμφανίζουν κατάθλιψη, αυπνία και άγχος ακόμα και 16 μήνες αργότερα. Ακόμα όμως και όσοι απλώς βρέθηκαν θετικοί στην COVID-19 ανέφεραν διαταραχές στον ύπνο και κατάθλιψη δύο μήνες μετά τη διάγνωση.
Την ίδια στιγμή, μια δεύτερη μελέτη δείχνει ότι ένα στα τέσσερα παιδιά (25%) ταλαιπωρείται από «μακρά COVID», δηλαδή μακροχρόνια παρουσία συμπτωμάτων, όπως κόπωση, δυσκολίες στην αναπνοή και άλλα μετά την οξεία φάση της λοίμωξης. Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξε η μετα-ανάλυση 21 ερευνών επί του θέματος, από την Ευρώπη, την Ασία, την Αυστραλία και τη Νότια Αμερική.
Ειδικότερα, μελετήθηκαν συνολικά 80.071 παιδιά που νόσησαν με κορωνοϊό. Το 25% εξ αυτών εμφάνισε επίμονα συμπτώματα της λοίμωξης που διήρκεσαν για μια περίοδο 4 έως 12 εβδομάδων μετά την οξεία φάση της ή εμφάνισαν νέα συμπτώματα κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Η έρευνα αναρτήθηκε στην ηλεκτρονική πλατφόρμα medRxiv και δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί σε επιστημονική επιθεώρηση.
Οι συχνότερες εκδηλώσεις της «μακράς COVID» στα παιδιά είναι νευροψυχιατρικές (διαταραχές της διάθεσης, κόπωση, δυσκολίες στον ύπνο, κεφαλαλγία, γνωσιακές μεταβολές, ζαλάδες και διαταραχή της ισορροπίας), καρδιοαναπνευστικές (δύσπνοια, μπούκωμα, στηθάγχη, αρρυθμίες, δυσανεξία στην άσκηση), δερματικές (υπερβολική εφίδρωση, τριχόπτωση, κνησμός) και γαστρεντερικές (κοιλιακό άλγος, δυσκοιλιότητα, διάρροια, ναυτία και εμετοί). Παρότι οι επιστήμονες δεν κατάφεραν να καταλήξουν σε σαφή συμπεράσματα όσον αφορά την αιτιολογία της «μακράς COVID», συμφωνούν ότι «παιδιά και έφηβοι υφίστανται μακροχρόνιες συνέπειες τόσο στη σωματική όσο και στην ψυχική υγεία τους εξαιτίας της COVID-19». Η δρ Σόνια Βίλαπολ, του Ερευνητικού Ινστιτούτου Μεθοδιστών του Τέξας και μία εκ των συντακτών της μελέτης, υπογραμμίζει ότι «η αναγνώριση των συμπτωμάτων της παιδιατρικής “μακράς COVID” μπορεί να συμβάλει στην έγκαιρη διάγνωση, στην ανάπτυξη καλύτερων θεραπειών και στη δημιουργία θεραπευτικών ομάδων από όλες τις ιατρικές ειδικότητες στα νοσοκομεία, προκειμένου τα παιδιά που ταλαιπωρούνται να λάβουν την καλύτερη δυνατή θεραπεία».
Τέλος, μία μελέτη υποδεικνύει ότι η καλύτερη προστασία για νεογέννητα και βρέφη είναι ο εμβολιασμός των μητέρων τους. Tα αντισώματα, ιδιαίτερα αυτά που πυροδοτούνται από τα εμβόλια mRNA, περνούν στο βρέφος με το μητρικό γάλα κατά τον θηλασμό.