Κάποιου είδους «προστασία» έναντι της λοίμωξης Covid-19 φαίνεται πως απολαμβάνουν όσοι έχουν φυσική άμυνα κατά του κοινού κρυολογήματος, υποστηρίζουν ερευνητές του Κολλεγίου Imperial του Λονδίνου, σπεύδοντας ωστόσο να υπογραμμίσουν ότι η διαπίστωση τους δεν πρέπει να παρερμηνευθεί και να θεωρήσουμε ότι όποιος έχει νοσήσει από κοινό κρυολόγημα, δεν κολλάει Covid-19.
Άλλωστε πρόκειται για μικρού εύρους μελέτη που έγινε το 2020, στην αρχή της πανδημίας και δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Nature Communications, επαληθεύοντας το δόγμα του «“προπατορικού” αντιγονικού αμαρτήματος», το οποίο έχει μελετηθεί και στην περίπτωση της εποχικής γρίπης.
Τι υποστηρίζουν οι Βρετανοί ερευνητές
Η επιστημονική ομάδα του Κολλεγίου Imperial εστίασε σε 52 άτομα που ζούσαν με κάποιον που είχε αρρωστήσει από τη λοίμωξη Covid-19.
Όσοι είχαν «απόθεμα» συγκεκριμένων κυττάρων του ανοσοποιητικού συστήματος μετά από ένα κοινό κρυολόγημα φάνηκαν λιγότερο πιθανό να νοσήσουν από Covid-19. Οι ειδικοί λοιπόν θέλησαν να απαντήσουν στο ερώτημα γιατί κάποιοι κολλάνε Covid-19 μετά την επαφή με κάποιον που νοσεί ήδη, ενώ κάποιοι άλλοι όχι.
Η Covid-19 ως γνωστόν προκαλείται από τον κορονοϊό SARS-CoV-2, ενώ και τα κοινά κρυολογήματα προκαλούνται επίσης από άλλους κορονοϊούς. Εύλογα λοιπόν οι επιστήμονες διερωτώνται αν η ανοσία έναντι ενός κορ0νοϊού μπορεί να βοηθήσει και στην προστασία από έναν άλλον κορονοϊό.
Εστίασαν λοιπόν στα Τ-κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος, τα οποία παίζουν καθοριστικό ρόλο στην άμυνα του οργανισμού έναντι των παθογόνων μικροοργανισμών.
Κάποια από τα Τ-κύτταρα εξοντώνουν όλα τα κύτταρα που έχουν μολυνθεί από έναν ιό, όπως για παράδειγμα αυτόν που προκαλεί το κοινό κρυολόγημα. Όταν το άτομο αναρρώσει από το κοινό κρυολόγημα, στον οργανισμό δημιουργείται ένα απόθεμα από Τ-κύτταρα ως «ανάμνηση» της λοίμωξης, τα οποία είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμα να οικοδομήσουν μια γραμμή άμυνας σε περίπτωση νέας επίθεσης από τον ιό.
Στην περίπτωση της βρετανικής μελέτης που έγινε τον Σεπτέμβριο του 2020, τα 52 άτομα δεν είχαν εμβολιαστεί – δεν ήταν διαθέσιμα τότε εμβόλια έναντι της Covid-19 – και συγκατοικούσαν με άτομα που είχαν διαγνωστεί θετικά στον κορονοϊό.
Οι μισοί τελικά κόλλησαν και νόσησαν από Covid-19 κατά τη διάρκεια των 28 ημερών που είχαν τεθεί υπό ιατρική παρακολούθηση και οι άλλοι μισοί όχι. Το 1/3 των ατόμων που δεν νόσησαν είχαν υψηλά επίπεδα Τ-κυττάρων μνήμης στο αίμα τους. Αυτά ενδεχομένως να είχαν δημιουργηθεί συνέπεια πρόσφατης λοίμωξης από άλλον κορωνοϊό που προσβάλλει τους ανθρώπους, ίσως αυτόν του κοινού κρυολογήματος και έτσι να προκύπτει το προστατευτικό όφελός τους.
Ωστόσο οι ερευνητές σπεύδουν να σημειώσουν ότι η μελέτη δεν πρέπει να παρερμηνευθεί και να θεωρήσει κανείς ότι αν έχει κολλήσει από κοινό κρυολόγημα είναι προστατευμένος και από την Covid-19, αφού οι κορωνοϊοί προκαλούν μόλις το 10-15% των κοινών κρυολογημάτων. Η μόνη αξιόπιστη γραμμή άμυνας έναντι της νόσου Covid-19 είναι ο εμβολιασμός.
Τι είναι το «προπατορικό» αντιγονικό αμάρτημα των κορονοϊών
Η βρετανική μελέτη επαληθεύει το δόγμα του «“προπατορικού” αντιγονικού αμαρτήματος», στο οποίο είχε κάνει αναφορά το 1960 ο Τόμας Φράνσις περιγράφοντας τι μπορεί να συμβεί όταν ένα συγγενικό αλλά όχι ταυτόσημο μικρόβιο προσβάλλει τον οργανισμό.
Όπως υπενθυμίζουν οι Καθηγητές της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ), Γκίκας Μαγιορκίνης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ), μετά από μία μόλυνση το ανοσοποιητικό σύστημα δημιουργεί «μνήμη» έναντι του μικροβίου που αντιμετώπισε στα κύτταρα μνήμης με αποτέλεσμα στην επόμενη «συνάντηση» να είναι έτοιμο να αντιμετωπίσει το μικρόβιο πιο γρήγορα και πιο αποτελεσματικά.
Να σημειωθεί ότι, αυτήν την ιδιότητα εκμεταλλεύονται τα εμβόλια, δημιουργώντας μία «μνήμη» στο ανοσοποιητικό, ώστε όταν ο οργανισμός μολυνθεί να μπορεί να αντιμετωπίσει το μικρόβιο πιο γρήγορα και αποτελεσματικά.
Ο Δρ. Φράνσις αναφέρεται στην περίπτωση του συγγενικού αλλά όχι ίδιου μικροβίου, όπως δηλαδή στην περίπτωση των κορωνοϊών που είναι της ίδιας μεν οικογένειας αλλά όχι ίδια.
«Σε αυτήν την περίπτωση είναι δυνατόν λόγω της σχετικής ομοιότητας του νέου μικροβίου να μην ενεργοποιηθεί ο μηχανισμός της αρχικής αναγνώρισης των μικροβίων (παρθένα κύτταρα) αλλά να ενεργοποιηθεί ο μηχανισμός μνήμης (κύτταρα μνήμης) που θα παράξει αντισώματα έναντι του μικροβίου που μόλυνε αρχικά τον οργανισμό. Αν τα αντισώματα που θα παραχθούν έχουν καλή εξουδετερωτική ισχύ έναντι του νέο μικροβίου τότε θα οδηγήσει σε ταχύτερη και πιο αποτελεσματική αντιμετώπιση της μόλυνσης. Αν ωστόσο τα αντισώματα που παράγονται δεν είναι τόσο αποτελεσματικά έναντι το νέου μικροβίου τότε μπλοκάρεται το ανοσοποιητικό, καθότι δεν θα προχωρούν επαρκώς οι διαδικασίες πρωταρχικής αναγνώρισης του μικροβίου. Συγχρόνως, η ανοσολογική μνήμη παράγει αυτά τα αντισώματα που δεν εξουδετερώνουν αποτελεσματικά το νέο μικρόβιο δημιουργώντας συνθήκες φαύλου κύκλου», εξηγούν οι κ.κ. Δημόπουλος και Μαγιορκίνης.
Το φαινόμενο του αντιγονικού “προπατορικού” αμαρτήματος έχει μελετηθεί για αρκετά χρόνια στη γρίπη. Ερευνητές είχαν δείξει ότι προηγούμενη έκθεση σε συγκεκριμένα στελέχη ιού γρίπης είχε ως αποτέλεσμα την διασταυρούμενη προστασία μέσω ανοσολογικής μνήμης έναντι των πανδημικών στελεχών του 2009 (H1N1). Ωστόσο έχει περιγραφεί και η αρνητική αλληλεπίδραση σε διαφορετικές συνθήκες όπου μία παλαιότερη λοίμωξη με άλλους τύπους ιού της γρίπης οδήγησε σε εξασθενημένη ανοσολογική απάντηση.
Το ερώτημα, λοιπόν, σε σχέση με τον κορoνοϊό SARS-CoV-2 είναι καταρχήν αν οι παλαιότερες μολύνσεις με τους κορoνοϊούς που κυκλοφορούν ευρέως – όπως του κοινού κρυολογήματος – δημιουργούν συνθήκες αντιγονικού “προπατορικού” αμαρτήματος. Κατά δεύτερον αν ανακαλείται η μνήμη των ιών του απλού κρυολογήματος μετά από μόλυνση με SARS-CoV-2, τότε λειτουργεί προστατευτικά ή αρνητικά;
«Κάποιες σχετικές μελέτες δείχνουν ότι παλαιότερη λοίμωξη με ιούς του απλού κρυολογήματος βοηθάει στην καλύτερη έκβαση της λοίμωξης λόγω παραγωγής αντισωμάτων που έχουν διασταυρούμενη αντίδραση με τον SARS-CoV-2. Επίσης άλλη μελέτη έδειξε ότι λοίμωξη με SARS-CoV-2 οδήγησε στην αύξηση των αντισωμάτων που είναι ειδικά για άλλους κορωνοϊούς χωρίς αυτά τα αντισώματα να έχουν σημαντική εξουδετερωτική δράση για τον SARS-CoV-2. Αυτές θα μπορούσαν να είναι ενδείξεις για αρνητική αλληλεπίδραση, ωστόσο υπάρχουν μελέτες που δείχνουν ότι άνθρωποι που είχαν ενδείξεις πρόσφατης λοίμωξης με άλλους κορoνοϊούς ανάρρωσαν ταχύτερα από τον SARS-CoV-2», απαντούν οι κ.κ. Δημόπουλος και Μαγιορκίνης.