Στον «γερασμένο πληθυσμό», το χαμηλό ποσοστό εμβολιασμού στις ηλικίες άνω των 60 αλλά και στην αυστηρότητα τήρησης των πρωτοκόλλων του ΠΟΥ, σε σχέση με την καταγραφή των θανάτων, αποδίδει ο υπουργός Επικρατείας, Άκης Σκέρτσος τον μεγάλο αριθμό νεκρών που καταγράφει η χώρα μας στο τέταρτο αυτό κύμα της πανδημίας
«Μας θλίβει βαθιά όλους το ζήτημα των ημερήσιων θανάτων από COVID -κυρίως διότι θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί σε μεγάλο βαθμό καθώς αφορούν στην συντριπτική πλειονότητα ανεμβολίαστους πολίτες. Έχουμε ερευνήσει διεξοδικά γιατί οι νεκροί από COVID στη χώρα μας προσεγγίζουν πλέον τους 80-90 την ημέρα», αναφέρει ο κ. Σκέρτσος.
Και συμπληρώνει: «Καταρχάς δεν πρέπει να ξεχνούμε πως με το 4ο κύμα της πανδημίας να είναι σε εξέλιξη και να πλήττει πρωτίστως τους ανεμβολίαστους στη χώρα μας αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη, συνεχίζουμε να έχουμε λιγότερες απώλειες από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο καθ’ όλη τη διάρκεια της πανδημίας. Η Ελλάδα τοποθετείται στην 16η θέση στην ΕΕ σε απώλειες ζωών λόγω πανδημίας.
Η ένταση των θανάτων την τελευταία περίοδο συμβαίνει για τρεις λόγους:
α) Έχουμε τον δεύτερο πιο γερασμένο πληθυσμό στην Ευρώπη ως ποσοστό γενικού πληθυσμού, 28% του πληθυσμού μας είναι άνω των 60 ετών.
β) Ταυτόχρονα ένα 17% των Ελλήνων άνω των 60 ετών δεν έχει ακόμη κάνει το εμβόλιο.
γ) Και τρίτον, όπως γνωρίζουμε ο κορονοϊός είναι μια ασθένεια που πλήττει και νέους αλλά πολύ περισσότερο τους ηλικιωμένους. 9 στους 10 θανάτους αφορούν ανθρώπους άνω των 60 ετών με υποκείμενα νοσήματα.
Είναι αναμενόμενο, συνεπώς, σε μια χώρα με το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό ηλικιωμένων στο γενικό πληθυσμό, όπου σχεδόν το 1/5 εξ αυτών δεν έχει κάνει το εμβόλιο, να παρατηρείται έξαρση της πανδημίας σε αυτή τη φάση. Άλλες ευρωπαϊκές χώρες που πέτυχαν υψηλότερα ποσοστά εμβολιασμού από την Ελλάδα στους 60+, περνούν πολύ πιο ήπια το 4ο κύμα.
Είναι ωστόσο σημαντικό να τονίσουμε ότι στον ευρωπαϊκό δείκτη γενικής θνησιμότητας που συγκρίνει σε κάθε χώρα τους θανάτους -ανεξαρτήτως αιτίας- ανά εβδομάδα με τις προηγούμενες χρονιές, η Ελλάδα εμφανίζει μηδενική ή χαμηλή υπερβάλλουσα θνησιμότητα καθ’ όλη τη διάρκεια της πανδημίας, όπως και κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου του 2021.
Δεν συμβαίνει το ίδιο σε άλλες χώρες της ΕΕ, όπως η Γερμανία, η Ισπανία, η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, που εμφανίζουν πολύ χειρότερα δεδομένα υπερβάλλουσας θνησιμότητας ακόμη και τώρα.
Πώς εξηγείται αυτό;
Υπάρχει μια τεχνική αλλά καθόλου ασήμαντη λεπτομέρεια στον τρόπο που καταγράφουμε τις απώλειες από Covid στη χώρα μας που πρέπει να αναδειχθεί: έχουμε επιλέξει ως χώρα να κάνουμε ίσως την πιο διασταλτική ερμηνεία στην ΕΕ ως προς την καταγραφή των νεκρών από ή με COVID, ακολουθώντας πιστά τις οδηγίες του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας.
Αυτό σημαίνει ότι σε άλλες χώρες π.χ. ασθενείς που έχουν νοσήσει με covid και πέθαναν 15 ή 29 ημέρες μετά τη νόσηση δεν καταγράφονται ως θανατοι COVID, αλλά ως θάνατοι από άλλες αιτίες. Στην Ελλάδα όλοι οι ασθενείς που έχουν περάσει COVID και έχουν καταλήξει εντός νοσοκομείου καταγράφονται ως θανατοι covid διότι ακολουθούμε αυστηρά τη μεθοδολογία του ΠΟΥ.
Αν ακολουθούσαμε δηλαδή, π.χ. τη μεθοδολογία του Ηνωμένου Βασίλειου σε επίπεδο εσωτερικής ταξινόμησης θα καταγράφαμε 20% λιγότερους θανάτους covid, χωρίς βέβαια αυτό να επηρεάζει τη συνολική ετήσια θνησιμότητα.
Επιμένω σε αυτό το στοιχείο διότι η συνολική υπερβάλλουσα ή μη θνησιμότητα σε κάθε χώρα θα είναι ο δείκτης που θα κρίνει τη συνολική διαχείριση της πανδημίας, ανεξαρτήτως των θανάτων που δηλώνονται ως θάνατοι covid, καθώς κάθε χώρα βλέπουμε ότι εφαρμόζει διαφορετική μεθοδολογία .
Υπάρχει επομένως ή δεν υπάρχει plan b για την αντιμετώπιση της έξαρσης κρουσμάτων και θανάτων; Το plan b είναι ίδιο με το plan a. Το plan b είναι το εμβόλιο. Περίπου 550.000 πολίτες επέλεξαν να κάνουν την πρώτη δόση τον τελευταίο μήνα και περισσότεροι από 1,5 εκατομμύριο πολίτες (το 65% των πλήρως εμβολιασμένων που έχουν κλείσει το εξάμηνο) έχουν ήδη κάνει την τρίτη δόση.
Δεν υπάρχει, επομένως, κάποια σκληρή διαχωριστική γραμμή στην κοινωνία όπως κάποιοι θέλουν να εμφανίζουν. Καθημερινά χιλιάδες πολίτες επιλέγουν, παρά τους πιθανούς δισταγμούς τους, να κάνουν το εμβόλιο και αυτό είναι πολύ ελπιδοφόρο».