Εντείνεται η ανησυχία των υγειονομικών αρχών εν μέσω τον ολοένα αυξανόμενων κρουσμάτων ιλαράς στην Ευρώπη, που έχει πλήξει χώρες όπως η Ρωσία και το Ηνωμένο Βασίλειο, καθιστώντας πιο επιτακτική από ποτέ την ανάγκη εμβολιασμού.
Και στην Ελλάδα όμως η ασθένεια δεν είναι άγνωστη, καθώς μέσα σε σχεδόν μία εικοσαετία εκδηλώθηκαν στη χώρα μας τρεις ξεχωριστές επιδημίες ιλαράς, που προκάλεσαν 4.151 κρούσματα.
Τα τρία ξεσπάσματα
Κατά τη χρονική περίοδο 2004-2023 εκδηλώθηκαν τρεις επιδημίες ιλαράς στη χώρα μας, κατά τα έτη 2005-2006, 2010-2011 και 2017-2018, σύμφωνα με επιδημιολογική έκθεση του ΕΟΔΥ.
Δηλώθηκαν συνολικά 4.151 κρούσματα με μέση ετήσια δηλούμενη επίπτωση στο σύνολο της χώρας 1,92 κρούσματα για κάθε 100.000 πληθυσμού. Η πλειοψηφία των κρουσμάτων αφορούσε Έλληνες Ρομά (56,9%), αλλά και νεαρούς ενήλικες από τον γενικό πληθυσμό που ήταν ανεμβολίαστοι ή ατελώς εμβολιασμένοι. Το νόσημα παρουσίασε την υψηλότερη επίπτωση στην ηλικιακή ομάδα 0-4 ετών.
Δηλώθηκαν συνολικά 4 θάνατοι με μέση ετήσια θνητότητα 0,02%. Δεδομένου πως και τα τρία ξεσπάσματα ιλαράς βρήκαν ως «έρεισμα» ανεμβολίαστους συμπολίτες μας, ο ΕΟΔΥ τονίζει την ανάγκη πλήρους εμβολιασμού 2 δόσεων που απαιτείται, για όλες τις ομάδες πληθυσμού.
Τι είναι η ιλαρά
Η ιλαρά είναι ιογενής λοίμωξη που οφείλεται στον ιό της ιλαράς, και χωρίζεται σε 3 στάδια: το πρόδρομο (καταρροϊκό), το εξανθηματικό και το στάδιο της αποδρομής. Ο χρόνος επώασης κυμαίνεται από 7-21 ημέρες.
Η νόσος μεταδίδεται από άτομο σε άτομο αερογενώς, με σταγονίδια και με άμεση επαφή με ρινικές ή φαρυγγικές εκκρίσεις ασθενών. Σπανιότερα, μεταδίδεται μέσω αντικειμένων με τα οποία έχουν έρθει σε επαφή μολυσμένα άτομα.
Ο ιός της ιλαράς μπορεί να παραμείνει σε μολυσμένες επιφάνειες και στον περιβάλλοντα χώρο μέχρι 2 ώρες μετά την αποχώρηση ενός νοσούντα, παρουσιάζει δε πολύ υψηλή μεταδοτικότητα, με ποσοστό δευτερογενούς προσβολής έως 90% μεταξύ ανεμβολίαστων ατόμων. Για να διακοπεί η μετάδοση της νόσου απαιτείται ανοσία του πληθυσμού σε ποσοστό μεγαλύτερο του 95%.