Γράφει η Άρτεμις Γκούρλια
Θυμάμαι ότι ήμουν μαθήτρια στο Γυμνάσιο, όταν αποφασίσαμε λίγο πριν τα Χριστούγεννα να συγκεντρώσουμε σαν σχολείο παιδικά παιχνίδια και να τα πάμε στα παιδιά της «Κιβωτού». Θυμάμαι πώς ένιωσα όταν συναντήσαμε αυτά τα παιδιά. Λίγο μικρή για να καταλάβω γιατί ένα παιδί δεν μπορεί να είναι με την οικογένειά του, όπως εμείς, αρκετά μεγάλη για να καταλάβω τη χαρά αυτών των μικρών παιδιών που κάποιος τους προσέφερε αυτά τα δώρα, πέρασε χρόνο μαζί τους και τα αγκάλιασε σαν να είναι αδερφάκια του. Αυτήν την αγκαλιά νόμιζα ότι τους παρείχε και η δομή που τα φιλοξενούσε, έφυγα χαρούμενη που σκεφτόμουν ότι υπάρχουν κάποιοι που τα μεγαλώνουν σαν να είναι δικά τους παιδιά, με την ελπίδα, έστω και για λίγο, να τα κάνουν να ξεχάσουν αυτό που τους έλειπε περισσότερο. Την οικογένειά τους.
Λίγα τετράγωνα παρακάτω, στην ίδια γειτονιά, μερικά χρόνια αργότερα, ένα 12χρονο κορίτσι θα μας συγκλόνιζε όλους με την τραγική ιστορία της ζωής της. Την ιστορία που όλοι, πια, ξέρουμε αλλά ακόμα δεν θέλουμε να πιστέψουμε. Και υπάρχει και η ιστορία στα Πετράλωνα, υπάρχουν φαντάζομαι κι άλλες που ακόμα δεν ξέρουμε. Την ίδια στιγμή εύχομαι να μην τις μάθουμε, γιατί πολύ απλά δεν υπάρχουν.
Να περιμένουμε τη Δικαιοσύνη, λέμε. Να βγουν όλα στο φως, λέμε. Το λένε ακόμα και αυτοί που κατηγορούνται. Ήξερε η γειτονιά και δεν μίλησε, λέμε. Πού είναι η Πολιτεία, πού ήταν τόσα χρόνια, γιατί τώρα- ψάχνοντας το λύκο μέσα στο παραμύθι- λέμε. Και ναι, όλα τα παραπάνω, ίσως πρέπει να τα λέμε. Γιατί η Δικαιοσύνη θα αποφανθεί και πάντα, ακόμα κι εκεί που όλα συνηγορούν στην ενοχή, υπάρχει το τεκμήριο της αθωότητας, λέμε. Ίσως γιατί δεν θέλουμε να πιστέψουμε, κι εμείς οι απλοί θεατές, ότι συνέβησαν. Ότι αυτά τα παιδιά βρίσκονται μέσα σε έναν εφιάλτη, από τον οποίο θα ξυπνήσουν και θα τρέξουν στην αγκαλιά αυτού που τα αγαπάει και τα φροντίζει και θα τα κάνει να τον ξεχάσουν.
Μόνο που ζούμε σε ένα κόσμο που συνυπάρχουμε με όλα αυτά που σκοτώνουν τη ζωή. Και αυτή η φράση δεν είναι δική μου, αλλά την άκουσα σε μία συνέντευξη του Γιάννη Ζουγανέλη και από τότε δεν μπορώ να σταματήσω να την σκέφτομαι. Είναι τόσο βαθιά η λύπη που νιώθει κανείς μόλις συνειδητοποιήσει το νόημα αυτής της φράσης, που θα προτιμούσα να μην την είχα ακούσει.
Την αλήθεια θα την μάθουμε, πάντα στο τέλος την μαθαίνεις. Κι αν είναι πικρή, πάλι θα προχωρήσουμε. Έτσι είναι η ζωή, προχωράει ακόμα κι αν προσπαθείς να την σκοτώσεις. Εκείνα όμως πώς θα το κάνουν;
Με την ελπίδα να ζήσουμε κάποτε σε έναν κόσμο που θα αγαπάει τη ζωή…