Σχέδιο για τη μετάθεση του χρόνου αποπληρωμής των επιστρεπτέων προκαταβολών επεξεργάζεται η κυβέρνηση με στόχο να βοηθήσει κυρίως τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, που αδυνατούν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους εξαιτίας της υγειονομικής αλλά και της ενεργειακής κρίσης.
Το οικονομικό επιτελείο αναζητάει λύσεις για να στηρίξει την αγορά με μέτρα που έχουν μικρό κόστος στον προϋπολογισμό. Οπως αυτά που ανακοινώθηκαν την περασμένη Παρασκευή για τους αγρότες, με την επιστροφή του ειδικού φόρου κατανάλωσης σε 200.000 αγρότες το 2022, συνολικού ύψους 50 εκατ. ευρώ.
Η μετάθεση του χρόνου αποπληρωμής των επιστρεπτέων προκαταβολών δεν θα επιφέρει επί της ουσίας ζημία στο ελληνικό Δημόσιο. Το ποσό που υπολογίζει να εισπράξει ανέρχεται στα 3 δισ. ευρώ, μεγάλο τμήμα του οποίου εκτιμάται ότι θα επιστραφεί μέχρι το τέλος του έτους, κυρίως από μεγάλες επιχειρήσεις του τουριστικού κλάδου. Υπό το πρίσμα αυτό, η κυβέρνηση εξετάζει τη μετάθεση για τρεις ή έξι μήνες του χρόνου καταβολής της πρώτης δόσης. Οπως προαναφέρθηκε, όσοι επιθυμούν θα έχουν τη δυνατότητα εντός του τρέχοντος μηνός να ξεκινήσουν να πληρώνουν τις δόσεις ή εφάπαξ το ποσό του κρατικού δανείου.
Για τις επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν προβλήματα σχεδιάζεται η πρώτη δόση να καταβληθεί είτε στα τέλη Μαρτίου είτε στα τέλη Ιουνίου. Δεν αποκλείεται να ακολουθηθεί η πρακτική αποπληρωμής του φόρου εισοδήματος και του ΕΝΦΙΑ. Δηλαδή, εάν για παράδειγμα αποφασισθεί η μετάθεση πληρωμής της επιστρεπτέας για τρεις μήνες, να καταβληθεί αντίστοιχα και τριπλή δόση στα τέλη Μαρτίου. Τα σενάρια που επεξεργάζονται είναι αρκετά και οι αποφάσεις θα ληφθούν ανάλογα με τις εξελίξεις τόσο της υγειονομικής όσο και της ενεργειακής κρίσης.
Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, οι επιχειρήσεις θα πρέπει να αποπληρώσουν το ποσό που έλαβαν μέσω των επτά κύκλων της επιστρεπτέας προκαταβολής είτε εφάπαξ με επιπλέον έκπτωση 15% είτε σε 60 δόσεις, με την πρώτη να πληρώνεται στα τέλη Ιανουαρίου. Για όσους πληρώσουν εφάπαξ η έκπτωση μπορεί να φθάσει και το 78,75% του δανείου που έλαβαν, υπό προϋποθέσεις.
Ειδικότερα:
1. Οι επιχειρήσεις που έχουν πτώση τζίρου άνω του 70% και καταγράφουν ζημίες προ φόρων θα πρέπει να επιστρέψουν το 25% του κρατικού δανείου. Ωστόσο, εφόσον πληρώσουν εφάπαξ θα επιστρέψουν το 21,25% του δανείου. Για παράδειγμα, στην περίπτωση που κάποιος έλαβε 200.000 θα επιστρέψει 50.000 ευρώ. Στην περίπτωση που πληρώσει εφάπαξ θα επιστρέψει 42.500 ευρώ. Δηλαδή, θα επιστρέψει το 21,25% του κρατικού δανείου. Αυτό σημαίνει ότι το μη επιστρεπτέο διαμορφώνεται στο 78,75%. Βέβαια, έχει τη δυνατότητα να επιστρέψει τις 50.000 ευρώ σε 60 δόσεις με επιτόκιο 0,94%.
2. Οι επιχειρήσεις με πτώση τζίρου 30% έως 70%, που έχουν μείωση ακαθάριστων εσόδων το 2020 έναντι του 2019, θα επιστρέψουν το 33% του κρατικού δανείου. Στην περίπτωση που επιχείρηση έλαβε 100.000 ευρώ θα επιστρέψει 33.000 ευρώ, ενώ εφόσον αποπληρώσει το δάνειο εφάπαξ το ποσό περιορίζεται σε 28.050. Δηλαδή, το μη επιστρεπτέο ποσό αυξάνεται στο 71,95%.
3. Ολες οι υπόλοιπες επιχειρήσεις, και για τους επτά κύκλους, θα επιστρέψουν το 50% του κρατικού δανείου. Στην περίπτωση που επιχείρηση έλαβε 50.000 θα επιστρέψει 25.000 ευρώ. Εφόσον πληρώσει σε μία δόση θα δώσει στο ελληνικό Δημόσιο 21.250 ευρώ. Δηλαδή, το μη επιστρεπτέο ποσό αυξάνεται στο 57,5%.
Οπως προκύπτει από τα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών:
Το ποσό που υπολογίζει να εισπράξει το ελληνικό Δημόσιο ανέρχεται στα 3 δισ. ευρώ.
1. Στον πρώτο κύκλο της επιστρεπτέας προκαταβολής ενισχύθηκαν 52.490 επαγγελματίες και επιχειρήσεις με το ποσό των 601,813 εκατ. ευρώ.
2. Στον δεύτερο κύκλο ενισχύθηκαν 89.732 επαγγελματίες και επιχειρήσεις με το ποσό του 1,259 δισ. ευρώ.
3. Στον τρίτο κύκλο ενισχύθηκαν 101.522 δικαιούχοι με το ποσό του 1,510 δισ. ευρώ.
4. Στον τέταρτο κύκλο οι ενισχύσεις έφθασαν στα 2,174 δισ. ευρώ για 447.041 επιχειρήσεις και επαγγελματίες.
5. Στον πέμπτο κύκλο το ύψος των ενισχύσεων ήταν 1,250 δισ. ευρώ για 361.505 επαγγελματίες και επιχειρήσεις.
6. Στον έκτο κύκλο το ύψος των ενισχύσεων ήταν 524,6 εκατ. ευρώ για 280.109 επαγγελματίες και επιχειρήσεις.
7. Στον έβδομο κύκλο το ύψος των ενισχύσεων ήταν 945,8 εκατ. ευρώ για 297.621 επαγγελματίες και επιχειρήσεις.