Εγκληματική οργάνωση, αποτελούμενη από δύο ομάδες, τα μέλη των οποίων διέπρατταν απάτες και πλαστογραφίες σε βάρος εταιρειών, εμπόρων και ιδιωτών σε όλη την επικράτεια, εξαρθρώθηκε από την Αστυνομία, έπειτα από πολύμηνη έρευνα.
Το πρωί της Πέμπτης, στο πλαίσιο συντονισμένης επιχείρησης που πραγματοποιήθηκε στις περιοχές Ζεφυρίου, Καματερού, Αχαρνών, Άνω Λιοσίων, Πειραιά και Νίκαιας, συνελήφθησαν από αστυνομικούς της Υποδιεύθυνσης Ασφάλειας Δυτικής Αττικής με τη συμμετοχή αστυνομικών των Τμημάτων Ασφαλείας Χαϊδαρίου, Φυλής, Ζεφυρίου, Αγίας Βαρβάρας, και Μεγάρων, της Ο.Π.Κ.Ε, της Άμεσης Δράσης (Ομάδα ΔΙ.ΑΣ.) και της Διεύθυνσης Αστυνομικών Επιχειρήσεων Αττικής, 15 Έλληνες υπήκοοι, μέλη της οργάνωσης, μεταξύ των οποίων και τα τέσσερα αρχηγικά στελέχη. Επίσης, ταυτοποιήθηκαν και αναζητούνται έξι επιπλέον μέλη της οργάνωσης.
Σύμφωνα με την Αστυνομία, από την έρευνα διαπιστώθηκε η δραστηριοποίηση, από τις αρχές του έτους 2018 έως και τη τρέχουσα χρονική περίοδο, σε διάφορες περιοχές της Επικράτειας, επιχειρησιακά δομημένης εγκληματικής οργάνωσης, με διαρκή δράση και διακριτούς ρόλους για τη διάπραξη απατών μέσω της κατάρτισης πλαστών αποδεικτικών κατάθεσης χρηματικού ποσού σε τραπεζικό λογαριασμό (έμβασμα) και κατάρτισης πλαστών επιταγών.
Ως προς την διάρθρωση της εγκληματικής οργάνωσης, αυτή αποτελείτο από δύο ομάδες με:
- τα μέλη της «Α’ Ομάδας» να δραστηριοποιούνται στη διάπραξη απατών σε βάρος ιδιωτών, με εκτιμώμενο περιουσιακό όφελος που ξεπέρνα το χρηματικό ποσό των 102.000 ευρώ (τετελεσμένες απάτες και σε απόπειρα) και
- τα μέλη της «Β’ Ομάδας» να δραστηριοποιούνται στη διάπραξη απατών σε βάρος εταιρειών και εμπόρων, με εκτιμώμενο περιουσιακό όφελος που ξεπέρνα το χρηματικό ποσό του 1.000.000 ευρώ περίπου (τετελεσμένες απάτες και σε απόπειρα).
Πώς δρούσε η σπείρα
Ως προς τον τρόπο δράσης:
Τα μέλη της Α΄Ομάδας εντόπιζαν ιδιώτες που διέθεταν προς πώληση σε σελίδες του διαδικτύου, αντικείμενα όπως κινητά τηλέφωνα, χρυσαφικά και διάφορες συσκευές, τα οποία αποσπούσαν παραθέτοντας ψευδή στοιχεία και ψευδή παραστατικά, μεταφοράς-πληρωμής χρηματικού ποσού.
Οι δράστες φρόντιζαν πάντα η υποτιθέμενη κατάθεση χρημάτων να γίνεται από διαφορετική τράπεζα σε σχέση με αυτή που διατηρούσε τραπεζικό λογαριασμό το θύμα, ώστε να είναι αδύνατο να ελέγξει άμεσα ο παθών την πίστωση του χρηματικού ποσού στο λογαριασμό του.
Στην περίπτωση που το θύμα διέμενε στην περιοχή της Αττικής, οι κατηγορούμενοι χρησιμοποιούσαν ταξί τα οποία παραλάμβαναν και στη συνέχεια τους παρέδιδαν τα δέματα με τα αντικείμενα, ενώ όταν το θύμα διέμενε εκτός Αττικής οι δράστες το έπειθαν για την αποστολή του δέματος μέσω εταιρείας ταχυμεταφορών ή μέσω Υπεραστικού Λεωφορείου.
Κατά την προανάκριση, εξιχνιάστηκαν 84 περιπτώσεις απάτης και 14 περιπτώσεις απόπειρας απάτης σε βάρος ιδιωτών.
Τα μέλη της Β΄Ομάδας εντόπιζαν εταιρείες-παραγωγούς, οι οποίοι δραστηριοποιούνται στο εμπόριο εμπορευμάτων-τροφίμων, επικοινωνούσαν τηλεφωνικά και με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών και κάνοντας χρήση ψευδών στοιχείων ταυτότητας, προσποιούμενοι τους εκπροσώπους ή ιδιοκτήτες εταιρειών εμπορίας τροφίμων και ηλεκτρονικών ειδών, κατόρθωναν την παράνομη απόκτησή εμπορευμάτων.
Τα αρχηγικά μέλη συστήνονταν ως εκπρόσωποι ή ιδιοκτήτες εταιρειών, οι οποίες είναι μεν υπαρκτές πλην όμως έχουν διακόψει την επαγγελματική τους δραστηριότητα και με τη «κάλυψη» αυτή, προέβαιναν σε παραγγελία μεγάλης ποσότητας εμπορεύματων.
Ακολούθως και προκειμένου να παραπλανήσουν τους παθόντες, είτε κατάρτιζαν πλαστό αποδεικτικό κατάθεσης χρηματικού ποσού, σε τραπεζικό λογαριασμό που υποδείκνυε το υποψήφιο θύμα, είτε προσκόμιζαν πλαστή επιταγή ημέρας, κατά την παράδοση του εμπορεύματος.
Και σε αυτήν την περίπτωση, οι κατηγορούμενοι φρόντιζαν πάντα η υποτιθέμενη κατάθεση χρημάτων να γίνεται από διαφορετική τράπεζα, σε σχέση με αυτή που διατηρούσε τραπεζικό λογαριασμό το θύμα.
Η παράδοση των εμπορευμάτων – προϊόντων γινόταν αρχικά από τους ίδιους τους παθόντες (εταιρείες – φυσικά πρόσωπα) σε προκαθορισμένα σημεία, καθ’ υπόδειξη των μελών της εγκληματικής οργάνωσης, τα οποία στη συνέχεια τα μετέφεραν σε αποθηκευτικούς χώρους, που δεν γνώριζαν οι αποστολείς.
Κατά την διενεργηθείσα προανάκριση, εξιχνιάστηκαν 44 περιπτώσεις απάτης και 45 περιπτώσεις απόπειρας απάτης σε βάρος εταιρειών-παραγωγών.
Ενδεικτικά αναφέρονται αντικείμενα– εμπορεύματα-τρόφιμα τα οποία απέσπασε η Β΄ εγκληματική ομάδα:
- Μέλι αξίας 65.000 ευρώ
- 101 τηλεοράσεις αξίας 42.700 ευρώ
- παραφαρμακευτικά προϊόντα αξίας 30.000 ευρώ
- Ταχυζυμωτήριο αξίας 17.360 ευρώ
- Γεωργικό μηχάνημα αξίας 15.000 ευρώ
- Ζαχαρώδη προϊόντα αξίας 12.145 ευρώ
- Ηλεκτρικά πατίνια-μηχανάκια αξίας 12.000 ευρώ
- Ρύζι αξίας 11.350 ευρώ
- Ελαιόλαδο αξίας 10.000 ευρώ
- Οπωροκηπευτικά προϊόντα αξίας 8.881 ευρώ
- Κρέας αξίας 8.500 ευρώ
- Καπνικά είδη αξίας 7.675 ευρώ
- Μπαχαρικά αξίας 5.763 ευρώ
- Ελαστικά οχημάτων αξίας 4.017 ευρώ και πλείστα άλλα προϊόντα.
Διενεργήθηκαν 10 έρευνες σε οικίες, κατά τις οποίες βρέθηκαν μεταξύ άλλων και κατασχέθηκαν το χρηματικό ποσό των 2.250 ευρώ, Ι.Χ. Φορτηγό, 2 Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητα, 31 κινητά τηλέφωνα, τηλεοράσεις, tablet, φωτογραφική μηχανή, φυσίγγια, πλήθος εγγράφων, τραπεζικών καρτών και εμπορευμάτων.
Επιπρόσθετα, σε βάρος ενός εκ των συλληφθέντων εκκρεμούσε καταδικαστική απόφαση, με την οποία καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης 382 ετών, για τα αδικήματα της εγκληματικής οργάνωσης, παράβαση της Νομοθεσίας περί εξαρτησιογόνων ουσιών, διευκόλυνση εισόδου-εξόδου από το ελληνικό έδαφος εκ κερδοσκοπίας, παράνομη κατοχή ταξιδιωτικών εγγράφων τρίτου προσώπου και πλαστογραφία.
Οι συλληφθέντες οδηγήθηκαν στον κ. Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών.