Τέσσερις μήνες έχουν περάσει από τη δολοφονία της Καρολάιν στα Γλυκά Νερά, με τις Αρχές να συνεχίζουν τις έρευνες για το έγκλημα που συγκλόνισε το πανελλήνιο.
Όπως έχει γίνει ήδη γνωστό, οι Αρχές προσπαθούν να διαπιστώσουν το αν υπάρχει συνεργός στη δολοφονία. Στην προσπάθεια τους να οδηγηθούν σε ασφαλή συμπεράσματα καλούν συνέχεια μάρτυρες για συμπληρωματικές καταθέσεις.
Σύμφωνα με το Star, δύο είναι τα πρόσωπα τα οποία θεωρούν ότι μπορούν να ρίξουν «φως» στην έρευνα. Η πρώτη είναι μία γειτόνισσα από τα Γλυκά Νερά, με την οποία η 20χρονη διατηρούσε και φιλικές επαφές, ενώ η δεύτερη είναι μία φίλη της Καρολάιν με την οποία είχε γευματίσει λίγες ώρες πριν από την δολοφονία της.
Η γειτόνισσα που ήταν μεσοτοιχία με την άτυχη Καρολάιν πριν από λίγο διάστημα έδωσε μια τρίτη συμπληρωματική κατάθεση στον 12ο τακτικό ανακριτή. Σύμφωνα με αυτή, άκουγε τσακωμούς από το σπίτι του ζευγαριού κατά διαστήματα. Ωστόσο, τη νύχτα του φονικού κατέθεσε ότι δεν άκουσε κάποιο θόρυβο, έως την ώρα που αποκοιμήθηκε στη μια και μισή τα ξημερώματα.
«Κάποιες φορές που καθόμουν στο σαλόνι του σπιτιού μου, το οποίο είναι μεσοτοιχία με το σαλόνι της οικίας του ζευγαριού, είχε τύχει να ακούσω τσακωμούς μεταξύ του ζευγαριού, όχι ιδιαίτερα έντονους, ενώ κατά τη διάρκεια κάποιων εκ των τσακωμών είχα ακούσει την Κάρολαϊν να φωνάζει στον κατηγορούμενο: “Δεν με νοιάζει, δεν με νοιάζει”.
Τέλη Νοεμβρίου με αρχές Δεκεμβρίου του 2020, ενώ έβλεπα κάποια ταινία στο σαλόνι του σπιτιού μου το βράδυ άκουσα πολύ έντονες φωνές από την οικία του ζευγαριού. Χαμήλωσα τον ήχο της τηλεόρασης και ανέβηκα στη σοφίτα του σπιτιού μου, γιατί εκεί ακούγονταν εντονότερες φωνές. Πράγματι, από την οικία του ζευγαριού άκουσα ότι το ζευγάρι είχε έναν πολύ έντονο καβγά.
Το μόνο που μπόρεσα να ξεχωρίσω από τις φωνές ήταν η φράση που είπε κάποια στιγμή Καρολάιν: “Οχι σπίτι σου, σπίτι μου”. Αυτό το περιστατικό το θυμάμαι διότι ήταν ένας καβγάς πιο έντονος από αυτούς που είχε συνήθως το ζευγάρι», ανέφερε στην κατάθεσή της η μάρτυρας – σύμφωνα με όσα είχε δημοσιεύσει η εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος», συμπληρώνοντας πως το επόμενο πρωί συμπεριφερόταν κανονικά ο ένας στον άλλο.
Λίγες ώρες πριν από το αποτρόπαιο έγκλημα η γειτόνισσα του ζευγαριού είχε επικοινωνία με την 20χρονη, η οποία ξεκίνησε περίπου στις 12 το πρωί και ολοκληρώθηκε στις 3 το μεσημέρι, όταν η Καρολάιν την ενημέρωσε ότι θα πήγαινε με το μωρό και μια φίλη της για φαλάφελ. Στην επισήμανση της γειτόνισσας ότι είχε πολλή ζέστη εκείνη την ώρα για να βγει έξω, η 20χρονη απάντησε: «Δεν μπορώ, έχω μπουχτίσει».
«Επικοινώνησε ξανά μαζί μου στις 20.26 μέσω Viber και η συνομιλία μας κράτησε μέχρι τις 21.41. Τόσο η πρωινή όσο και η βραδινή μας συζήτηση αφορούσαν τα ζώα και θέματα για τη φροντίδα τους.
Η διάρκεια της συνομιλίας και η όρεξη που είχε η Καρολάιν για συνομιλία μού έκαναν εντύπωση, γιατί συνήθως, ως επιφορτισμένη με τη φροντίδα του παιδιού, δεν ήταν σε θέση να έχει συνομιλίες τέτοιας διάρκειας μαζί μου.
Μάλιστα, τη συζήτηση τη σταμάτησα εγώ γιατί ήθελα να ετοιμάσω κάτι να φάω, αλλά είμαι σίγουρη πως, αν συνέχιζα τη συζήτηση, αυτή θα διαρκούσε κι άλλο», εξήγησε η μάρτυρας.