Γεγονός που αποδείχτηκε περίτρανα, χθες βράδυ, με την κατάκτηση του Χρυσού Λιονταριού στο 80ό Φεστιβάλ της Βενετίας, για την ταινία του «Poor Things», μια σημαντικότατη διάκριση που έφερε την Ελλάδα στο διεθνές προσκήνιο, δυστυχώς, σε μια χρονική στιγμή που βιώνει τραγικές στιγμές οι οποίες δεν αφήνουν περιθώρια να πανηγυρισμούς.
Παρόλα αυτά, ο χθεσινός θρίαμβος του Έλληνα σκηνοθέτη αποτελεί, αναμφισβήτητα, μια μεγάλη επιτυχία για τη χώρα μας αλλά και μια σπουδαία κατάκτηση για τον άνθρωπο που έκανε κάποια από τα μεγαλύτερα ονόματα του παγκόσμιου σινεμά να υποκλιθούν στο ταλέντο του και να επιδιώξουν μια συνεργασία μαζί του.
Από την Νικόλ Κίντμαν και την Ολίβια Κόλμαν, μέχρι τον Κόλιν Φάρελ και την βασική πλέον μούσα του Έμα Στόουν, που ερμηνεύει τον κεντρικό ρόλο στη νέα του ταινία, ο Γιώργος Λάνθιμος έχει διεισδύσει δυναμικά στο στο κλαμπ των σκηνοθετών που θαυμάζουν κι εμπιστεύονται οι μεγάλοι πρωταγωνιστές διεθνώς.
Είναι αυτή η πίστη στο εκάστοτε κινηματογραφικό του όραμα και η εμπιστοσύνη που τους εμπνέει και τους ωθεί στο να αφεθούν στα χέρια του, απαλλαγμένοι από φόβους και αναστολές, προκειμένου να τούς οδηγήσει στους σουρεαλιστικούς, γλυκόπικρους, παράδοξους, μεταφυσικούς και αμήχανους ενίοτε κινηματογραφικούς κόσμους του. Κόσμοι που μπορεί να μοιάζουν σύνθετοι και δυσνόητοι παραπέμπουν όμως σε ένα πονηρό κλείσιμο του ματιού στο οποίο δύσκολα αντιστέκεται κανείς.
Κάτι ανάλογο συνέβη και στην Έμα Στόουν, όταν της ζήτησε να αναλάβει τον απαιτητικό ρόλο μιας νεαρής εγκυμονούσας η οποία αυτοκτονεί για να ξεφύγει από τον βίαιο άντρα της αλλά όταν ένας εκκεντρικός αλλά ιδιοφυής επιστήμονας την επαναφέρει στη ζωή, δίνοντάς της όμως το μυαλό του αγέννητου παιδιού της, αφήνεται με πάθος στην εξερεύνηση κάθε πτυχής της ανθρώπινης ύπαρξης. Από την σεξουαλικότητα μέχρι τις έννοιες της ελευθερίας και της ισότητας.
Βασισμένη στο μυθιστόρημα «Χαμένα Κορμιά» του Σκοτσέζου Αλισντερ Γκρέι, που κυκλοφόρησε το 1992, η πλοκή του οποίου εκτυλίσσεται στα τέλη του 19ου αιώνα στη Γλασκώβη, το «Poor Things» του Λάνθιμου, σε σενάριο Τόνι ΜακΝαμάρα, με τους Γουίλεμ Νταφόε και Μάρκ Ράφαλο να συμπληρώνουν το δυνατό διεθνές καστ, δεν θυμίζει τίποτα απ΄ όσα έχουμε δει στο παρελθόν, όπως ο ίδιος έχει παραδεχτεί. Είναι μια ταινία επιστημονικής φαντασίας που παντρεύει το χθες με το σήμερα και το αύριο αλλά και το σκοτάδι με το φως, μια δημιουργία βασισμένη στα ένστικτα των συντελεστών της, ένα δράμα που σε κάνει συχνά να θέλεις να χαμογελάσεις ενοχικά. Αυτό που είχε καιρό στο μυαλό του και που μετά την μεγάλη επιτυχία της «Ευνοούμενης» οι άνθρωποι «ήταν πιο πρόθυμοι να του επιστρέψουν να το κάνει» αλλά και αυτό που πλέον «η κινηματογραφική βιομηχανία είναι έτοιμη να δεχτεί» όπως με βαθιά ικανοποίηση δήλωσε χθες, παραλαμβάνοντας το βραβείο του.
Από το Παγκράτι στην αφρόκρεμα του παγκόσμιου σινεμά
Έχοντας περάσει τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια στο Παγκράτι των δεκαετιών του ’70 και του ’80, με αθλητικά πρότυπα, καθώς ο πατέρας του ήταν επαγγελματίας μπασκετμολίστας, οι πιθανότητες να ασχοληθεί και ο ίδιος με το άθλημα ήταν πολλές. Το δοκίμασε και αυτό αλλά και τον τομέα της διοίκησης επιχειρήσεων πάνω στον οποίο, αρχικά, επέλεξε να σπουδάσει. Οι επιθυμίες του, ωστόσο, αλλά και το ένστικτό του, το οποίο από τότε εμπιστευόταν, τον οδήγησαν σε δρόμους εντελώς διαφορετικούς, στον μαγικό κόσμο του κινηματογράφου.
Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών σκηνοθεσίας, ξεκίνησε, κάπου εκεί, στα μέσα της δεκαετίας του ’90, να δίνει τα πρώτα δείγματα γραφής του. Γύρισε την πρώτη του ταινία μικρού μήκους, τον «Βιασμό της Χλόης» ενώ εργάστηκε για αρκετά χρόνια στο χώρο της ελληνικής δισκογραφίας σκηνοθετώντας βίντεο κλιπ γνωστών τραγουδιστών όπως ο Σάκης Ρουβάς, η Δέσποινα Βανδή κ.α. κάνοντας, παράλληλα και διαφημιστικά.
Η νέα χιλιετία τον βρίσκει πιο προσηλωμένο σε αυτά που πραγματικά επιθυμεί. Έχοντας ήδη εξερευνήσει το χοροθεατρικό χώρο μέσα από την συνεργασία του με τον Δημήτρη Παπαϊωάννου, χάρη στον οποίο είχε την ευκαιρία να βιώσει και την εμπειρία της διοργάνωσης των τελετών έναρξης και λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, οργανώνει, σταθερά και αθόρυβα, τα επόμενα κινηματογραφικά του βήματα.
Το μεγάλο «μπαμ» θα γίνει το 2009, με τον «Κυνόδοντα», την ταινία με την οποία συστήθηκε επί της ουσίας στο ευρύ κοινό, καθιστώντας σαφές πως έχει πολλά να προσφέρει και όχι μόνον στον ελληνικό. Και αυτό θα γίνει επισήμως αποδεκτό με την κατάκτηση του βραβείου «Ένα Κάποιο Βλέμμα» στο Φεστιβάλ της Βενετίας, αλλά και μιας υποψηφιότητας για Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας. Ο Έλληνας Yiorgos Lanthimos έχει πλέον εισβάλλει δυναμικά στα μεγάλα κινηματογραφικά σαλόνια και οι συζητήσεις γύρω από το όνομά του ολοένα και αυξάνονται.
Ο «Αστακός» του 2015, που απέσπασε το Βραβείο Κριτών του Φεστιβάλ Καννών και μια υποψηφιότητα για Όσκαρ Καλύτερου Σεναρίου, θα ανεβάσει ακόμα περισσότερο τις κινηματογραφικές μετοχές του ενώ «Η Ευνοούμενη», που τού χάρισε το 2018 τον Αργυρό Λέοντα στη Βενετία και απέσπασε δέκα οσκαρικές υποψηφιότητες, θα τον καθιερώσει ως έναν σημαντικό, σκηνοθέτη διεθνούς εμβέλειας, που έχει τη δύναμη να επιβληθεί μέσα από το δικό του, ανατρεπτικό αλλά αναγνωρίσιμο πλέον κινηματογραφικό σύμπαν.
Ήταν αυτή η ελευθερία της καθολικής αναγνώρισης, της παγκόσμιας ψήφου εμπιστοσύνης, που τον οδήγησε στο πιο τολμηρό βήμα της καριέρας του, το «Poor Things» – στην Ελλάδα θα μπορούμε να το δούμε από τις 4 Ιανουαρίου του 2024 – που δεν κέρδισε μόνον το Χρυσό Λιοντάρι αλλά και τις εντυπώσεις στη Βενετία, ανοίγοντας διάπλατα το δρόμο για τα Όσκαρ.