Τίτλους στην τεράστια καριέρα του έριξε ο Βασίλη Σπανούλης. Ο «Kill Bill», που μεγαλούργησε με την φανέλα τόσο του Ολυμπιακού, όσο και του Παναθηναϊκού, αλλά και με αυτή της Εθνικής Ελλάδας ανακοίνωσε το Σάββατο (26/6) πως αποχωρεί από την ενεργό δράση, όπως ενημέρωσε μέσω ανάρτησης του στα social media.
Ο 39χρονος αρχηγός των «ερυθρόλευκων» ενημέρωσε αρχικά τους ιδιοκτήτες της ΚΑΕ Ολυμπιακός, Γιώργο και Παναγιώτη Αγγελόπουλο και στη συνέχεια έκανε γνωστή δημοσίως την απόφασή του, μέσα από από μία μακροσκελή ανάρτηση όπου τονίζει μεταξύ άλλων ότι ήταν μία δύσκολη και στενάχωρη απόφαση, καθώς το μπάσκετ του έδωσε τα πάντα.
Η ανάρτηση του Βασίλη Σπανούλη
Πριν από λίγο ανακοίνωσα στους προέδρους ότι ήρθε η ώρα να κλείσει το μεγαλύτερο κεφάλαιο της ζωής μου και τους ευχαρίστησα για όσα πετύχαμε μαζί. Ήταν μια δύσκολη απόφαση αλλά δεν ήταν στενάχωρη.Το μπάσκετ μου χάρισε ένα ανεπανάληπτο ταξίδι γεμάτο από έντονες στιγμές και μεγάλες συγκινήσεις. Μου έδωσε τα πάντα και του έδωσα τα πάντα.
Ο Ολυμπιακός αποδείχτηκε το πεπρωμένο μου και το πιο όμορφο λιμάνι μου. Φεύγω περήφανος για όσα σπουδαία κατακτήθηκαν αλλά και για όσα μετά από σκληρή μάχη χάθηκαν. Πάνω απ’ όλα φεύγω γεμάτος, γιατί έζησα περισσότερα απ’ όσα ονειρεύτηκα. Μέσα από την καρδιά μου θέλω να ευχαριστήσω όλους όσοι ήταν στο πλευρό μου όλα αυτά τα χρόνια, τους προέδρους, τους προπονητές, τους συμπαίκτες, τους συνεργάτες και τους αντιπάλους, μα πάνω από όλα θέλω να ευχαριστήσω όλους τους φιλάθλους για την αγάπη τους. Αυτή η αγάπη ήταν που μου έδινε τη δύναμη να προσπαθώ πιο σκληρά κάθε μέρα κι αυτή η αγάπη θα είναι για πάντα οδηγός μου.
ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΟΛΟΥΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ. ΒΑΣΙΛΗΣ ΣΠΑΝΟΥΛΗΣ, ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΠΟΥ ΟΝΕΙΡΕΥΤΗΚΕ ΝΑ ΠΑΙΞΕΙ ΜΠΑΣΚΕΤ…
Η κληρονομιά ενός θρύλου που έφτασε στο φινάλε μετά από 22 χρόνια
Ο Βασίλης Σπανούλης γεννήθηκε στην Λάρισα στις 7 Αυγούστου 1982 και ξεκίνησε να παίζει επαγγελματικά μπάσκετ στο Γυμναστικό Σύλλογο Λάρισας, κατόπιν πήγε στο Μαρούσι, όπου το 2003 βραβεύτηκε ως Καλύτερος Νέος της σεζόν. Επίσης, η σεζόν 2004-05, ήταν εξαιρετική για αυτόν, καθώς βοήθησε τα μέγιστα την ομάδα του, στα τελικά του Πρωταθλήματος και στο ULEB Cup.
Την επόμενη σεζόν βρέθηκε στον Παναθηναϊκό, όπου έγινε ένας από τους μεγαλύτερους αστέρες του ευρωπαϊκού μπάσκετ. Στην Euroleague της σεζόν 2005-06, έκανε πολύ καλές εμφανίσεις, αν και ρούκι (rookie) στη διοργάνωση, βρέθηκε στην καλύτερη ομάδα. Κατόπιν, έκανε ένα μικρό πέρασμα από το NBA, τη σεζόν 2006-07, παίζοντας στους Χιούστον Ρόκετς. Μετά, επέστρεψε στον Παναθηναϊκό, βοηθώντας την ομάδα του να κατακτήσει την Euroleague της σεζόν 2008-09, ενώ, παράλληλα, ανακηρύχθηκε ως ο πολυτιμότερος παίκτης του Final 4 της διοργάνωσης.
Το 2010, έκανε ένα νέο βήμα στην καριέρα του, παίρνοντας μεταγραφή στον Ολυμπιακό. Με τη βοήθειά του η νεαρή σε ηλικία ομάδα του Ολυμπιακού, κατάφερε να κερδίσει την Euroleague, τη σεζόν 2011-12, πράγμα το οποίο και επαναλήφθηκε τη σεζόν 2012-13. Παράλληλα, ανακηρύχθηκε MVP και των δύο Final 4, φτάνοντας το ρεκόρ του Τόνι Κούκοτς. Αυτοί οι δύο είναι οι μόνοι Ευρωπαίοι παίκτες που το έχουν καταφέρει τρεις φορές. Μερικές από τις μεγαλύτερες βραβεύσεις που έχει είναι ότι ονομάστηκε Καλύτερος Παίκτης των Βαλκανίων το 2009, Καλύτερος Ευρωπαίος Παίκτης το 2012 και το 2013, Αθλητής της Χρονιάς από το Βατικανό, που βραβεύτηκε με το Giuseppe Sciacca βραβείο το 2013, και MVP της Euroleague την ίδια χρονιά. Επίσης, έχει βρεθεί 8 φορές στην καλύτερη ομάδα της Euroleague, ο μόνος που το έχει καταφέρει έως τώρα.
Καθοριστικός ήταν και ο ρόλος του, στην Εθνική Ελλάδας, με την κατάκτηση του δεύτερου χρυσού μεταλλίου στην ιστορία της στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 2005. Σημαντικότερη ήταν, όμως, η προσφορά του στο ασημένιο μετάλλιο, στο Μουντομπάσκετ του 2006, σημειώνοντας δε, 22 πόντους, σε εκείνο το αξιομνημόνευτο παιχνίδι, στα ημιτελικά της διοργάνωσης κόντρα στις ΗΠΑ, το οποίο και είχε κερδίσει η Ελλάδα, με 101-95. Στη συνέχεια κατέκτησε κι ένα χάλκινο μετάλλιο, στο Ευρωμπάσκετ του 2009, χρονιά που πολλοί Έλληνες παίκτες απουσίαζαν με τραυματισμούς, και συμπεριλήφθηκε στην καλύτερη ομάδα της διοργάνωσης.